ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Th. Lewis, F. Amini, R . Lannon

μετάφραση: Άννα Παπασταύρου

Αφότου ανοίξατε φτερά και µάθατε να πετάτε,
πάνω στη γη θα βαδίζετε
κοιτάζοντας ψηλά⋅
γιατί εκεί ήσασταν κάποτε
κι εκεί θα θέλετε να επιστρέψετε.

– Λεονάρντο ντα Βίντσι

 

Πρόλογος

Τι είναι αγάπη και γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τη βρουν; Τι είναι µοναξιά και γιατί µας βασανίζει; Τι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και γιατί και πώς λειτουργούν µε τον τρόπο που λειτουργούν;

Στόχος αυτού του βιβλίου είναι ν’ απαντήσει σ’ αυτές τις ερωτήσεις αποκαλύπτοντας τα βαθύτερα µυστικά της καρδιάς. Από το λυκαυγές του είδους µας, τα ανθρώπινα πλάσµατα σε κάθε τόπο και σε κάθε χρόνο αντιπάλεψαν µ’ έναν απείθαρχο συναισθηµατικό πυρήνα που συµπεριφέρεται µε απρόβλεπτους και χαοτικούς τρόπους. Η επιστήµη αποδείχτηκε ανήµπορη να τα βοηθήσει. Ο πρώτος γιατρός του δυτικού κόσµου, ο Ιπποκράτης, το 450 π.Χ. υποστήριζε ότι τα συναισθήµατα πηγάζουν από τον εγκέφαλο. Είχε δίκιο, αλλά για τα επόµενα δυόµισι χιλιάδες χρόνια η ιατρική δεν µπόρεσε να προσθέσει περισσότερες λεπτοµέρειες σχετικά µε τη συναισθηµατική ζωή. Τα ζητήµατα της καρδιάς ήταν ζητήµατα που αφορούσαν µόνο τις τέχνες: τη λογοτεχνία, το τραγούδι, την ποίηση, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, το χορό. Μέχρι σήµερα.

Η περασµένη δεκαετία γνώρισε µια έκρηξη επιστηµονικών ανακαλύψεων σχετικά µε τον εγκέφαλο, απαρχή µιας επανάστασης που υπόσχεται ν’ αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόµαστε για τον εαυτό µας, τις σχέσεις µας, τα παιδιά µας και την κοινωνία µας. Η επιστήµη µπορεί επιτέλους να στρέψει τη διεισδυτική της µατιά στα αρχαιότερα ερωτήµατα της ανθρωπότητας. Οι αποκαλύψεις της καραδοκούν να γκρεµίσουν ουκ ολίγες σύγχρονες απόψεις σχετικά µε τις εσώτερες διεργασίες της αγάπης.

Παραδοσιακές ερµηνείες του µυαλού υποστηρίζουν ότι το Πάθος είναι ένα βασανιστικό αποµεινάρι από το πρωτόγονο παρελθόν της ανθρωπότητας και ότι η πνευµατική υποδούλωση του συναισθήµατος είναι ο θρίαµβος του πολιτισµού. Λογικά αλλά αµφίρροπα συµπεράσµατα ακολουθούν: η συναισθηµατική ωριµότητα είναι συνώνυµη του συναισθηµατικού περιορισµού. Τα σχολεία µπορούν να διδάξουν παιδιά στερηµένα από συναισθηµατικές δεξιότητες µε τον τρόπο που διδάσκουν και τη γεωµετρία ή την ιστορία. Για να νιώσετε καλύτερα, ξεπεράστε µε τη σκέψη σας την ξεροκέφαλη κι απείθαρχη καρδιά σας. Αυτή είναι η κρατούσα άποψη.

Σ’ αυτό το βιβλίο, αποδεικνύουµε ότι όπου συγκρούονται το πνεύµα και το συναίσθηµα, συχνά η καρδιά δείχνει τη βαθύτερη σοφία. Σε µια ευχάριστη µεταστροφή, η επιστήµη –δεξί χέρι της Λογικής– επίσης το αποδεικνύει. Η αρχαία συναισθηµατική αρχιτεκτονική του εγκεφάλου δεν είναι µια ενοχλητική ζωώδης τροχοπέδη. Αντίθετα αποτελεί σηµαντικό κλειδί για τη ζωή µας. Ζούµε βυθισµένοι σε αθέατες δυνάµεις και σε σιωπηρά µηνύµατα που διαµορφώνουν το πεπρωµένο µας. Ως άτοµα και ως πολιτισµός, η ευκαιρία µας στην ευτυχία εξαρτάται από την ικανότητά µας να αποκρυπτογραφούµε έναν κρυµµένο κόσµο που περιστρέφεται –αόρατος, αδιανόητος, αµείλικτος– γύρω από την αγάπη.

Από τη γέννησή µας µέχρι το θάνατο, η αγάπη δεν είναι απλώς το σηµείο όπου εστιάζει η ανθρώπινη εµπειρία, αλλά και η ζωτική δύναµη του νου, που ορίζει τις διαθέσεις µας, σταθεροποιεί τους ρυθµούς του σώµατός µας και αλλάζει τη δοµή του εγκεφάλου µας. Η φυσιολογία του σώµατος διασφαλίζει ότι οι σχέσεις θα καθορίσουν και θα εδραιώσουν την ταυτότητά µας. Η αγάπη µάς κάνει αυτό που είµαστε και αυτό που µπορούµε να γίνουµε. Στις σελίδες που ακολουθούν εξηγούµε πώς και γιατί συµβαίνει αυτό.

Στη διάρκεια πολλών αιώνων, όταν η επιστήµη κοιµόταν ακόµα, η ανθρωπότητα στηριζόταν στις τέχνες για να εξιστορεί και να καταγράφει τη µυστηριώδη συµπεριφορά της καρδιάς. Εκείνη η συσσωρευµένη σοφία δεν γίνεται να αγνοηθεί. Αυτό το βιβλίο, ενώ ταξιδεύει βαθιά µέσα στη σφαίρα της επιστήµης, διατηρεί στενή επαφή µε τον ανθρωπισµό που δίνει νόηµα σ’ ένα τέτοιο ταξίδι. Οι σκέψεις των ερευνητών και των εµπειριστών συναντούν τις σκέψεις των ποιητών, των φιλοσόφων και των βασιλιάδων. Οι αφετηρίες τους µπορεί να είναι αντίστοιχα εντελώς διάφορες ως προς το χώρο, το χρόνο και την ιδιοσυγκρασία, όµως οι φωνές µέσα σ’ αυτό το βιβλίο υψώνονται και συγκλίνουν προς έναν κοινό στόχο.

Κάθε βιβλίο, αν µη τι άλλο, είναι ένα επιχείρηµα: ένα βέλος πλασµένο από λέξεις, φτερωµένο, σµιλεµένο στο ακόνι και φρεσκοµυρωµένο, που διαπερνάει τις παραγράφους γοργά για να φτάσει στο στόχο του που αχνοφέγγει στο βάθος. Αυτό το βιβλίο –ενώ αποσαφηνίζει τη διαπλαστική δύναµη της γονικής αφοσίω­σης, τη βιολογική πραγµατικότητα του έρωτα, τη θεραπευτική δύναµη των κοινωνικών δεσµών– επιχειρηµατολογεί για την αγάπη. Γυρίστε σελίδα για να εκτοξευτεί το βέλος. Η καρδιά στην οποία στοχεύει είναι η δική σας.

1. ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΡ∆ΙΑΣ

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΣΣΕΤΑΙ 
ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

∆υο κορίτσια ανακαλύπτουν
της ζωής το µυστικό
σ’ ένα στίχο ξαφνικό,
ποιητικό.

Εγώ που αγνοώ το
µυστικό έγραψα
το στίχο. Εκείνα
µου είπαν

(µέσω τρίτου)
πως το είχαν βρει
όχι όµως τι ήταν
ούτε καν

ποιος στίχος ήταν. Σίγουρα
ώς τώρα, πάνω από µια βδοµάδα
αργότερα, ξέχασαν
το µυστικό,

το στίχο, το ποίηµα
πώς το λέγαν. Τις αγαπώ
γιατί βρήκαν αυτό που εγώ
δεν µπορώ να βρω

και γιατί µ’ αγαπούν
για το στίχο που έγραψα
και γιατί τον ξέχασαν
έτσι ώστε

χίλιες φορές, ώς να τις βρει
ο θάνατος, να
τον ανακαλύπτουν ξανά, σε άλλους
στίχους

σ’ άλλες
στιγµές σπουδαίες. Και γιατί
θέλουν να τον γνωρίσουν,
γιατί

θεωρούν πως ένα τέτοιο µυστικό
υπάρχει, ναι,
γι’ αυτό,
πάνω απ’ όλα.

– Ντενίζ Λέβερτοφ, «The Secret»

Κάποιοι µπορεί να θεωρήσουν παράδοξο το ότι ένα βιβλίο για την ψυχοβιολογία της αγάπης ξεκινάει µ’ ένα ποίηµα, όµως η ίδια η περιπέτεια το απαιτεί. Η ποίηση αναδύεται εκεί όπου το συναίσθηµα συναντάει την κατανόηση – και το ίδιο συµβαίνει και µε το µέγιστο µέρος της συναισθηµατικής ζωής. Πάνω από τριακόσια χρόνια πριν, ο Γάλλος µαθηµατικός Μπλαιζ Πασκάλ (Blaise Pascal) έγραφε: Η καρδιά έχει τη δική της λογική, για την οποία η Λογική δεν έχει ιδέα. Ο Πασκάλ είχε δίκιο, παρότι δεν µπορούσε να γνωρίζει το γιατί. Αιώνες αργότερα, ξέρουµε ότι τα συστήµατα των νευρώνων που ευθύνονται για το συναίσθηµα και το πνεύµα είναι διαχωρισµένα, δηµιουργώντας έτσι το χάσµα ανάµεσά τους στο ανθρώπινο µυαλό και τη ζωή των ανθρώπων. Το ίδιο ρήγµα δυσκολεύει τους ανθρώπους να διεισδύσουν στα µυστήρια της ζωής, παρά τον διακαή τους πόθο να το πετύχουν. Εξαιτίας του σχεδιασµού του εγκεφάλου, η συναισθηµατική ζωή νικά τη Λογική λίγο-πολύ όπως το πετυχαίνει κι ένα ποίηµα. Και τα δύο σαλπίζουν υποχώρηση µόλις ζυγώσει η διεξοδική ερµηνεία, όπως ένας αντικατοπτρισµός µια µέρα του καλοκαιριού.

Παρότι η φύση της αγάπης δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, έχει µια εγγενή τάξη, µια αρχιτεκτονική που µπορεί να εντοπιστεί, να ανασκαφεί και να διερευνηθεί. Η συναισθηµατική εµπειρία, σε όλη της τη λαµπρή περιπλοκότητα, δεν µπορεί να αναδυθεί ex vacuo, εκ του κενού: πρέπει να πηγάσει από δυναµικά νευρωνικά συστήµατα που σφύζουν από φυσιολογικές διεργασίες τόσο συγκεκριµένες και σχεδιασµένες βάσει προτύπου όσο και περίπλοκες. Καθώς αποτελεί κοµµάτι του φυσικού σύµπαντος, η αγάπη πρέπει να είναι σύννοµη. Όπως και ο υπόλοιπος κόσµος, περιγράφεται και διέπεται από αρχές που µπορούµε να τις ανακαλύπτουµε, αλλά δεν µπορούµε να τις αλλάζουµε. Μόνο αν ξέραµε πού και πώς να κοιτάξουµε, θα έπρεπε να µπορούµε να βρίσκουµε συναισθηµατικούς νόµους στην επίδραση των οποίων ο άνθρωπος δεν θα µπορούσε ν’ αντισταθεί περισσότερο απ’ όσο θα µπορούσε ν’ αντισταθεί στη δύναµη της βαρύτητας, πέφτοντας από έναν γκρεµό.

Μπροστά στο εγχείρηµα να εντοπίσουµε τις επιταγές της αγάπης νιώθουµε στ’ αλήθεια δέος. Κάθε αντίληψη της έννοιας αγάπη αναπόφευκτα εξαρτάται από µια θεώρηση της ευρύτερης ολότητας του συναισθηµατικού νου. Ωστόσο, µέχρι το πιο πρόσφατο ψήγµα της ανθρώπινης ιστορίας δεν υπήρχε επιστήµη του νου. Οι κλασικές ελληνικές επιστήµες περιείχαν τη γεωµετρία, την αστρονοµία, την ιατρική, τη βοτανολογία – αλλά καµία άποψη για τα ανθρώπινα συναισθήµατα που θα µπορούσαν να διεκδικήσουν περισσότερη πειστικότητα απ’ όση οι σύγχρονοι µε αυτά ευφάνταστοι µύθοι. Αυτή η εµπειρική κενότητα διήρκεσε χιλιάδες χρόνια. Οι φιλόσοφοι ανέπτυξαν διεξοδικά και αντιπαρατέθηκαν για τη συναισθηµατική ζωή –τέσσερις ανθρώπινοι χυµοί του σώµατος εδώ, κατοχή από τα δαιµόνια αλλού–, όµως ο κόσµος χρειάστηκε να περιµένει µέχρι το τέλος του 19ου αιώνα µ.Χ. για τη συστηµατική διερεύνηση των αισθηµάτων και του πάθους.

Όταν η προσοχή των επιστηµόνων στράφηκε για πρώτη φορά στα µυστήρια της καρδιάς, οι απαραίτητες τεχνολογίες για την εξιχνίασή τους ήταν αδιανόητες. Στο τέλος του 19ου αιώνα, µια χούφτα στοχαστές –ο Ζίγκµουντ Φρόυντ (Sigmund Freud), ο Γουίλλιαµ Τζέηµς (William James), ο Βίλχελµ Βουντ (Wilhelm Wundt)– συνεργάστηκαν για να συναρµολογήσουν τις πρώιµες επιστηµονικές αναφορές για τις ψυχικές ικανότητες του ανθρώπου. Όσο λαµπροί σκαπανείς κι αν ήταν, δεν µπορούσαν να γνωρίζουν τίποτα για τη φυσιολογία του νου, για τους µικροσκοπικούς νευρωνικούς µηχανισµούς που συνδυάζονται και συνωµοτούν για να δηµιουργήσουν το υλικό της ψυχικής ζωής – εικόνες, ήχους, σκέψεις, φιλοδοξίες, αισθήµατα. Τα µυστικά της αγάπης παρέµεναν θαµµένα µέσα στο πιο απαραβίαστο θησαυροφυλάκιο που γνώρισε ποτέ ο κόσµος: ένα κουβάρι από εκατό δισεκατοµµύρια κύτταρα, των οποίων τα αναρίθµητα ηλεκτρικά ρεύµατα και χηµικά σήµατα ενώνονται για να δηµιουργήσουν ένα µοναδικό, ζώντα ανθρώπινο εγκέφαλο.

Από την αρχή του 20ού αιώνα µέχρι το τέλος του, οι σηµαντικές µελέτες της αγάπης δεν περιλάµβαναν καθόλου βιολογία.  Έχει λεχθεί ότι οι νευρωτικοί χτίζουν πύργους στα σύννεφα, ενώ οι ψυχωτικοί ζουν µέσα σε αυτούς και οι ψυχίατροι µαζεύουν τα νοίκια. Όµως οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι είναι αυτοί που ζούσαν ανέκαθεν µέσα σ’ ένα ανάκτορο θεωρίας µετέωρο πάνω από ένα κενό. Όταν έχτιζαν την κατανόησή τους γύρω από τον συναισθηµατικό νου, ο εγκέφαλος ήταν ένας γρίφος. Τα θεµέλια του οικοδοµήµατός τους έπρεπε να κατασκευαστούν από το µοναδικό υλικό που υπήρχε σε άφθονη ποσότητα: τις πιο αγνές εικασίες.

Οι πρώτοι εξερευνητές των παθών της ανθρωπότητας αντιµετώπισαν αυτή την πρόκληση µε θαρραλέα επινοητικότητα. Σ’ ένα άβατο απρόσβλητο από κάθε διάψευση, σκάρωναν ψυχικά σύνεργα και σύµβολα που δεν είχαν φυσικό ισοδύναµο. Ο Ζίγκµουντ Φρόυντ δεν ήταν ο µόνος οραµατιστής που σχεδίασε µια ιµπρεσιονιστική εικόνα του νου, όµως ήταν ο πιο αποφασισµένος να προσδώσει στο επινόηµά του µια αξιοπιστία την οποία αυτό δεν µπορούσε µε τίποτα να διαθέτει. Κι έτσι οι πύργοι και τα τείχη του φροϋδικού οχυρού εκτινάχτηκαν µεσοούρανα, όπου και παραµένουν: ο απειλητικός πυργίσκος του λογοκρίνοντος Υπερεγώ, οι αγέρωχες αψίδες της Εναισθησίας, το στενάχωρο µπουντρούµι του Αυτού. Παρά την άνευ ουσίας βάση του, το παλαιό πρότυπο της συναισθηµατικής ζωής έριχνε µια µεγάλη σκιά. Ο Φρόυντ παραδίδεται εκ νέου σε κάθε γενιά. Τα συµπεράσµατά του διαπερνούν την κουλτούρα µας µε πολλούς και ποικίλους τρόπους και οι υποθέσεις του έχουν αντέξει τόσο πολλά χρόνια, που αντιµετωπίζονται πια ως δεδοµένα.

Η πολιτισµική ατµόσφαιρα την εποχή του Φρόυντ κατακλυζόταν από υπόνοιες σχετικά µε τους ηθικούς και τους φυσικούς κινδύνους του αυνανισµού. Ο Φρόυντ, ο οποίος σε όλη του τη ζωή αποδοκίµαζε τον αυνανισµό, ήταν πεπεισµένος ότι ο αυνανισµός και η διακεκοµµένη συνουσία (coitus interruptus) ευθύνονταν για το άγχος, τη χαύνωση, µια πληθώρα από υστερικά συµπτώµατα – τις συναισθηµατικές δυσλειτουργίες της εποχής του. Στη συνέχεια κατέληξε στο συµπέρασµα ότι ο πραγµατικός ένοχος ήταν η σεξουαλική αποπλάνηση στην παιδική ηλικία⋅ έπειτα έστρεψε την προσοχή του στις νεανικές φαντασιώσεις συνουσίας µε τους γονείς. Όταν οι κλινικές του συναντήσεις αποκάλυψαν ότι οι περισσότεροι ασθενείς αρνιόνταν όλες τις ποικιλίες πρώιµου ερωτισµού, ο Φρόυντ δεν αµφισβήτησε την αρχική του πεποίθηση. Συµπέρανε ότι οι γονείς δεν θυµόνταν τις νεανικές, αισθησιακές τους περιπέτειες, επειδή ο νους είχε εκδιώξει τις σπιρτόζικες αναµνήσεις από το συνειδητό. Όταν εξέτασε ενδελεχώς τα συµπτώµατα και τα όνειρα των ασθενών του, πίστεψε ότι µπορούσε να διακρίνει ευφυώς κρυπτογραφηµένα στοιχεία που καταδείκνυαν µια σκοτεινή σεξουαλική ιστορία – την ίδια ακριβώς, όπως απέτυχε να προσέξει, που είχε οραµατιστεί εξαρχής.

Αυτό το πρότυπο του συναισθηµατικού νου περιέχει γνώριµα φροϋδικά σύνεργα: τη χύτρα της επιθυµίας που κοχλάζει κάτω από την επιφάνεια της επίγνωσης⋅ την ηλιόλουστη καθηµερινή ύπαρξη του Εαυτού, που αδυνατεί να αναγνωρίσει τις κάτω ελλοχεύουσες περιοχές⋅ και την ιαµατική δύναµη της ενόρασης προς ένα δυσοίωνο ερωτικό παρελθόν που, εξ ορισµού, πρέπει να υπάρχει εκεί. Αυτή η µελέτη της καρδιάς της ανθρωπότητας συνδέει άρρηκτα την αγάπη µε τη σεξουαλική ευχαρίστηση και τη διαστροφή – πράγµατι, διατείνεται ότι η αγάπη δεν είναι παρά µια συνεστραµµένη απεικόνιση απαγορευµένων, απωθητικών, αιµοµικτικών ορµών. Σαν έµβληµά του και σηµαιοφόρο του, από τον κατάλογο του αρχαιοελληνικού θεάτρου ο Φρόυντ διάλεξε τον Οιδίποδα – ο οποίος, κουβαλώντας την κατάρα των θεών, ακούσια διεστραµµένος και πατροκτόνος, τυφλώνεται και περιπλανιέται δυστυχισµένος. Το παραλλαγµένο ηθικό δίδαγµα της ιστορίας που υιοθετεί είναι ότι πρέπει να επικρατήσουν οι εξανθρωπιστικές δυνάµεις της λογικής και του πνεύµατος, αν δεν θέλουµε η κτηνώδης φύση της ανθρωπότητας να κατρακυλήσει προς τον ανείπωτο τρόµο.

«Ο άνθρωπος είναι ένα εύπιστο ζώο και σε κάτι πρέπει να πιστεύει», έγραφε ο Μπέρτραντ Ράσσελ (Bertrand Russell). «Ελλείψει µιας καλής βάσης για την πίστη του, θα ικανοποιηθεί και µε µια κακή». Οπουδήποτε και οποτεδήποτε κι αν βρίσκονται, στη µεγάλη τους πλειονότητα οι άνθρωποι προτιµούν οποιαδήποτε εξήγηση (οσοδήποτε ελαττωµατική ή ατεκµηρίωτη) από καµία εξήγηση. Όταν ο Φρόυντ ανακοίνωσε ότι είχε εξερευνήσει µια για πάντα τα ερεβώδη βάθη των ανθρώπινων παθών, ένα πλήθος που λαχταρούσε να νιώσει εφησυχασµένο και ασφαλές συνέρρευσε προς το όραµά του.

Ωστόσο, όπως σε µια δικτατορία, ο ενστερνισµός των σκοπών της αναρχίας είχε το τίµηµά του. Η λογική του Φρόυντ είχε τη γνήσια κυκλικότητα που µόνο µια ταινία του Μαίµπιους (August Ferdinand Möbius) διαθέτει. Όταν οι ασθενείς συµµορφώνονταν προς την επιµονή του και δέχονταν ότι είχαν πρώιµες σεξουαλικές µνήµες, τους αποκαλούσε οξυδερκείς⋅ όταν δεν το έκαναν, έλεγε ότι αντιστέκονταν και ότι έπνιγαν την αλήθεια. (Η ταύτιση της άρνησης µε την οµολογία είναι ένα επιτήδειο, όσο και φαύλο, εργαλείο που υπηρέτησε ποικίλα εγχειρήµατα, από την καύση των µαγισσών του Σάλεµ µέχρι τους διωγµούς της Ιεράς Εξέτασης.) Σήµερα, τα συµπεράσµατα του Φρόυντ λέγεται ότι τεκµηριώνονται κανονικά µε την πρακτική της ψυχοδυναµικής ψυχοθεραπείας – όµως αυτή η δραστηριότητα είναι αποκλειστική αρµοδιότητα όσων ήδη έχουν αποδεχτεί τα δόγµατα τα οποία στη συνέχεια διατείνονται ότι επιβεβαιώνουν. Αυτή η λογική της «περιστρεφόµενης πόρτας» θα µπορούσε να ενισχύσει οποιαδήποτε πρόταση, ανεξάρτητα από το πόσο εσφαλµένη θα ήταν.

Οι ψυχαναλυτικές έννοιες σαγήνευσαν τη λαϊκή κουλτούρα όπως δεν το πέτυχε καµία άλλη ιδέα για το νου και την καρδιά των ανθρώπων. Όµως το φροϋδικό πρότυπο ανήκει σε µια προεπιστηµονική εποχή που ζητούσε να λύσει τα αινίγµατα της αγάπης. Η κατάρρευση αυτών των µύθων είναι πάντα πιθανή. Όσο ο εγκέφαλος παρέµενε ένα µυστήριο, όσο η υλική φύση του νου παρέµενε απόµακρη και απρόσιτη, η απουσία ενδείξεων επέτρεπε µια ελεύθερη ροή δηλώσεων σχετικά µε τη συναισθηµατική ζωή που δεν σήκωναν αµφισβήτηση. Όπως στην πολιτική, ο παράγοντας που καθόριζε τη µακροβιότητα και τη δηµοφιλία αυτών των εννοιών δεν ήταν η αλήθεια τους, αλλά η ενέργεια και το πνεύµα που είχαν αναλωθεί στην προώθησή τους.

Στα χρόνια όπου ασυγκράτητες εικασίες σχετικά µε το νου κυκλοφορούσαν ελεύθερες, αλλοπρόσαλλοι ισχυρισµοί συσσωρεύονταν, σαν υποσχέσεις σε προεκλογική περίοδο. Μία θεωρία υποστήριζε πως οι νευρικές κρίσεις είναι συγκαλυµµένες εκδηλώσεις οργασµικής έκστασης. Παιδιά που υστερούν στην ανάγνωση και στη γραφή παίρνουν την εκδίκησή τους από γονείς που τα έδιωξαν από το συζυγικό κρεβάτι. Μια ηµικρανία µε συνοδό σύµπτωµα κεφαλαλγίας µαρτυρά σεξουαλικές φαντασιώσεις διακόρευσης. Όλοι αυτοί οι φανταχτεροί ισχυρισµοί ζούσαν µε χρόνο δανεικό από την κρατούσα επιστηµονική άγνοια γύρω από τον εγκέφαλο.

Επειδή εµείς οι τρεις είµαστε κλινικοί γιατροί, πρέπει να απαντάµε στις καθηµερινές πρακτικές απαιτήσεις. Ο στόχος πίσω από τον εντοπισµό της φύσης της αγάπης δεν είναι να ικανοποιήσουµε αµπελοφιλοσοφικές συζητήσεις ή να εξασφαλίσουµε τροφή προς τέρψιν των ακαδηµαϊκών. Αντίθετα, όπως το έργο µας καθιστά απόλυτα σαφές, ο κόσµος είναι γεµάτος από ολοζώντανους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που συναντούν δυσκολίες στο να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, και των οποίων η ευτυχία εξαρτάται καίρια από το πώς θα ξεπεράσουν αυτές τις δυσκολίες όσο το δυνατόν πιο αποτελεσµατικά. Όσο ακαλαίσθητο ή µυθολογικό κι αν είναι ένα πρότυπο του νου, αν το βρίσκαµε κλινικά αποτελεσµατικό –αν µπορούσαµε να το χρησιµοποιήσουµε για να βοηθήσουµε τους ανθρώπους να γνωρίσουν την καρδιά τους–, δεν θα θέλαµε µε τίποτα να το απορρίψουµε.

Ωστόσο, όταν προσπαθήσαµε να χρησιµοποιήσουµε το φροϋδικό πρότυπο και τα πολυάριθµα παρακλάδια του, ανακαλύψαµε ότι η αποτελεσµατικότητα δεν ήταν ένα από τα πλεονεκτήµατα του προτύπου. Όταν ο καθένας από µας ήρθε σε άµεση επαφή µε τα συναισθηµατικά προβλήµατα των ασθενών του, είδαµε ότι τα παλαιά πρότυπα χαρτογραφούν εδάφη που δεν µπορούν να ανιχνευτούν πουθενά µέσα σ’ ένα πραγµατικό άτοµο. Οι ασθενείς µας ποτέ δεν είχαν προβλέψιµη συµπεριφορά. ∆εν ωφελούνταν από αυτά που προδιέγραφαν τα πρότυπα, όσο γι’ αυτό που πραγµατικά τους βοηθούσε δεν το είχαµε διδαχτεί ποτέ. Αν δεν αποφασίζαµε να το ξεχειλώσουµε και να το στρεβλώσουµε πέρα από το σηµείο ρήξης του, το πλαίσιο για την κατανόηση της συναισθηµατικής ζωής αποτύχαινε να διαφωτίσει τις ιστορίες των ασθενών που καθηµερινά συναντούσαµε στο ιατρείο µας. Κι έτσι αναζητήσαµε αλλού στοιχεία για τους περίπλοκους γρίφους της καρδιάς.

Η επιστήµη του συναισθηµατικού νου είχε ένα αργό ξεκίνηµα κατά το πρώτο µισό του 20ού αιώνα, όµως στο επόµενο µισό γνώρισε µια δεύτερη και απροσδόκητη εξέλιξη. Ενώ οι Γάλλοι γιατροί αναζητούσαν αντιισταµινικά, παρασκεύασαν τα αντιψυχωτικά φάρµακα. Παρατήρησαν ότι τα φάρµακα κατά της φυµατίωσης βελτίωναν τη διάθεση, µετά δε από λίγα βήµατα στο χώρο της χηµείας άνθησαν τα αντικαταθλιπτικά.  Ένας Αυστραλός ανακάλυψε τυχαία ότι το λίθιο κάνει τα ινδικά χοιρίδια πειθήνια και µε αυτή του την ανακάλυψη σκόνταψε κυριολεκτικά πάνω σε µια θεραπεία της µανιοκατάθλιψης. Μικροσκοπικά µόρια, όταν εισάγονταν και µεταφέρονταν στον εγκέφαλο, ήταν ικανά να σβήνουν απογοητεύσεις, να εξαφανίζουν την κατάθλιψη, να κατευνάζουν τις κυκλοθυµικές αντιδράσεις, να εξαλείφουν το άγχος – πώς µπορούσε κανείς να συνδυάσει αυτό µε την υποτιθέµενη υπεροχή των καταπιεσµένων σεξουαλικών ορµών και να αποδίδει σε αυτές όλα τα συναισθηµατικά ζητήµατα;

Κατά τη δεκαετία του 1990, η σύγκρουση της αποτελεσµατικότητας των φαρµάκων µε τις ψυχαναλυτικές ερµηνείες σχεδόν κατατρόπωσε τις τελευταίες. Την ίδια στιγµή, η εκτόπιση αυτού του κυριαρχικού προτύπου άφησε όλους εµάς χωρίς µια λογική εξήγηση για τη ζωή µας και τις αγάπες µας. Η κατάρρευση του Φρόυντ την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα κατέστησε τους πόθους µας, τις επιθυµίες µας και τα όνειρά µας, αν όχι µη εξηγήσιµα, τουλάχιστον µη εξηγηµένα.

Παρότι η επιστήµη όρθωσε το ανάστηµά της για να πάρει τη θέση της ως διάδοχος του Φρόυντ, δεν στάθηκε ικανή να σχεδιάσει ένα πλαίσιο για την αγάπη, που να είναι και στέρεο και κατοικήσιµο. ∆ύο επίµονα εµπόδια κλείνουν το δρόµο.

Πρώτα πρώτα, ένας παράξενος συσχετισµός υπερίσχυσε ανάµεσα στην επιστηµονική αυστηρότητα και την ψυχρότητα: όσο πιο τεκµηριωµένο και θεµελιωµένο είναι ένα πρότυπο του νου, τόσο πιο πολύ αποξενώνει. Ο µπιχαβιορισµός ήταν το πρώτο παράδειγµα: επισείοντας τον εµπειρισµό σε κάθε ευκαιρία, ήταν εξαιρετικά δυσάρεστος λόγω της άρνησής του να αναγνωρίσει βασικά αγαθά της ανθρώπινης ζωής όπως η σκέψη ή η επιθυµία. Η γνωστική ψυχολογία έβριθε από διαγράµµατα µε κουτιά και βέλη που συνέδεαν την αντίληψη µε την πράξη και δεν είχε τίποτα να πει για το µη σκεπτόµενο κέντρο του εαυτού, στο οποίο οι άνθρωποι έχουν περισσότερη αδυναµία. Η εξελικτική ψυχολογία έριξε ένα ευχάριστο φως σε ό,τι ο νους οφείλει στον ∆αρβίνο, όµως το πρότυπο καταγγέλλει ως ψευδαισθήσεις τα στοιχεία ανθρώπινης ζωής από τα οποία λείπει το προφανές πλεονέκτηµα της επιβίωσης – και σ’ αυτά περιλαµβάνονται η φιλία, η καλοσύνη, η θρησκεία, η τέχνη, η µουσική και η ποίηση.

Η σύγχρονη νευροεπιστήµη υπήρξε εξίσου ένοχη για το ότι διέσπειρε µια αντιπαθητική και απάνθρωπη υπεραπλούστευση. Αν οι ψυχαναλυτές στριφογύριζαν ένα άυλο κάστρο στον αέρα για να κατοικήσει σ’ αυτό η ανθρωπότητα, η νευροεπιστήµη πρόσφερε ένα χαµόσπιτο από τσιµέντο. Άραγε κάθε διάθεση ή συµπεριφορά γίνεται καλύτερα αντιληπτή σαν αποτέλεσµα µιας καραµπόλας από µοριακές µπάλες µπιλιάρδου που συγκρούονται γύρω από το κρανίο; Όταν εµφανίζονται συναισθηµατικά προβλήµατα, µια σταθερή αγωγή µε Ριταλίν (Ritalin) για παιδιά και Πρόζακ (Prozac) για µεγάλους είναι η µόνη απάντησή µας σε εθνικό επίπεδο; Αν µια γυναίκα χάσει τον άντρα της και πάθει κατάθλιψη, είναι σηµαντική η οδύνη της ή είναι απλώς µια περίπτωση χηµείας που πήγε στραβά; Η επιστήµη είναι νεόφερτη στην υπόθεση του προσδιορισµού της ανθρώπινης φύσης, όµως µέχρι στιγµής έχει παραµείνει εχθρική προς τον ανθρωπισµό. Όσοι αναζητούν ένα νόηµα βρίσκουν την πόρτα κλειστή.

Το δεύτερο κώλυµα σε µια πλήρως επιστηµονική περιγραφή της αγάπης είναι η ανεπάρκεια σαφών και εξακριβωµένων δεδοµένων. Η συστηµατική έρευνα έχει να δώσει δελεαστικές υποσχέσεις σε όσους επιθυµούν να κατανοήσουν τον εγκέφαλο – και αυτό που ο εµπειρισµός δίνει µε µια γενναιόδωρη χειρονοµία, το παίρνει πίσω µε την επόµενη. Παρά τα γαλαξιακά άλµατα στην τεχνολογία, η επιστήµη του εγκεφάλου παραµένει µια απογοητευτική συλλογή από ανάλαφρους υπαινιγµούς, εξαιρετικά αµφίσηµους. Αυτές οι νύξεις µπορεί να δείχνουν προς τη σωστή κατεύθυνση, όµως δεν θα µας οδηγήσουν καθαρά και οριστικά σε αµάχητα συµπεράσµατα. Η επιστήµη έχει προχωρήσει µπροστά στο µονοπάτι της κατανόησης του εγκεφάλου, όµως έχει ακόµα πολύ δρόµο, που χάνεται στα βάθη του ορίζοντα. Ο συστηµατικός µελετητής της αγάπης βρίσκεται αντιµέτωπος µε µια σεβαστή σχέση ανάµεσα στη βεβαιότητα και τη χρησιµότητα σε ζητήµατα της καρδιάς: µόνο λίγα πράγµατα που αξίζει να γνωρίζουµε για την αγάπη µπορούν να αποδειχτούν και πραγµατικά ελάχιστα απ’ όσα επιδέχονται δοκιµή αξίζει καν να τα µάθουµε.

Καθώς περιπλανιέται στα ληµέρια της αγάπης, ο ασυµβίβαστος εµπειριστής δεν έχει πολλά να συζητήσει. Η άγρια και άναρθρη λαχτάρα ενός µικρού παιδιού για τους γονείς του, το χειµαρρώδες πάθος µεταξύ νεαρών εραστών, η ακλόνητη αφοσίωση κάθε µάνας – όλα είναι άπιαστα, ατµός που χλευάζει κάθε απόπειρα της αντικειµενικότητας να τα αποδώσει στο τάδε γονίδιο ή στη δείνα οµάδα κυττάρων.  Ίσως µια µέρα όλα να είναι γνωστά, όµως αυτή η µέρα µάς γνέφει από µια ασύλληπτη απόσταση. Κι όµως, αν δεν περιοριστούµε κάπως σε επαληθεύσιµα γεγονότα, ο καθένας µπορεί να στροβιλίζει απεριόριστες φαντασιώσεις για την αγάπη που έχουν το ίδιο αποδεικτικό κύρος όσο και τα συµπεράσµατα ενός πίνακα Ουίτζα.[1]

Αν ο εµπειρισµός είναι στείρος και ατελής, ενώ η ιµπρεσιονιστική εικασία οδηγεί παντού και πουθενά, πόσες ελπίδες µπορεί να υπάρχουν ότι θα φτάσουµε σε µια αποτελεσµατική κατανόηση της ανθρώπινης καρδιάς; Για να χρησιµοποιήσω τα λόγια του Βλαντιµίρ Ναµπόκοφ: δεν µπορεί να υπάρξει επιστήµη χωρίς φαντασία ούτε τέχνη χωρίς γεγονότα. Η αγάπη πηγάζει από τον εγκέφαλο⋅ ο εγκέφαλος είναι υλικός, φυσικός και κατά συνέπεια εξίσου κατάλληλος σαν θέµα επιστηµονικής συζήτησης όσο και τα αγγούρια ή η χηµεία. Όµως η αγάπη αναπόφευκτα συµµετέχει στο προσωπικό και στο υποκειµενικό, κι έτσι δεν µπορούµε να την τοποθετήσουµε στο γυάλινο δοχείο του φυσιοδίφη και να της καρφώσουµε τα φτερά στον πίνακα, όπως θα µπορούσε να κάνει ένας εντοµολόγος µε µια σπάνια πεταλούδα. Παρά τα όσα διδάσκει η επιστήµη, µόνο µία ντελικάτη σύµµειξη τεκµηρίωσης και διαίσθησης µπορεί να οδηγήσει στην πιο πιστή απεικόνιση του συναισθηµατικού νου. Για να ξεγλιστρήσει κανείς ανάµεσα στους δίδυµους κινδύνους της ανούσιας υπεραπλούστευσης και της αβάσιµης µωροπιστίας, πρέπει να ισοσκελίσει το σεβασµό προς τη δοκιµή και την τεκµηρίωση µε µια βαθιά στοργή προς ό,τι δεν έχει αποδειχτεί κι ό,τι δεν µπορεί να αποδειχτεί. Η κοινή λογική πρέπει να συνδυάζει ισόποσα το πέταγµα της φαντασίας µε µια αποστροφή προς την άκαµπτη «ορθοδοξία».

Ενώ η επιστήµη παρέχει ένα σηµαντικά χρήσιµο εργαλείο στην εξερεύνηση και τον ορισµό του φυσικού κόσµου, τα ανθρώπινα όντα καταφθάνουν εφοδιασµένα µε παλαιότερα µέσα για να διακρίνουν από τι είναι καµωµένες οι καρδιές γύρω τους. Αυτός ο δεύτερος τρόπος είναι καθ’ όλα δραστικός όσο και λογικός – σε πολλές περιπτώσεις δε σηµαντικά περισσότερο. Το βιβλίο αυτό παραθέτει την ορθότητα και την αναγκαιότητα και των δύο µεθόδων ανάγνωσης των συναισθηµατικών µυστικών – του φίλου, του συντρόφου, του παιδιού, καθενός από σας.

Επί χρόνια, σκαλίζαµε και οι τρεις τη λογοτεχνία της νευροεπιστήµης αναζητώντας τα λαµπρά γεγονότα που θα µπορούσαν να φωτίσουν τη συνάφεια, τις µελέτες που θα µπορούσαν να λύσουν τους κόµπους και να ξετυλίξουν τα νήµατα των δεσµών που ενώνουν. Με δυο λόγια αναζητούσαµε την επιστήµη της αγάπης. Καθώς στον δικό µας τοµέα δεν βρίσκαµε ένα τέτοιο σύστηµα, βγήκαµε για κυνήγι σε άλλες επιστήµες. Ωσότου ολοκληρώσουµε το ξεσκάλισµα, είχαµε συγκεντρώσει στοιχεία από τη νευροεξέλιξη, την εξελικτική θεωρία, την ψυχοφαρµακολογία, τη νεογνολογία, την πειραµατική ψυχολογία και την επιστήµη των υπολογιστών.

Παρότι αυτό το βιβλίο καταγίνεται µε αυτές τις επιστηµονικές ανακαλύψεις, δεν µπορούµε να υιοθετήσουµε τη µυωπική υπόθεση ότι τα ακαδηµαϊκά συγγράµµατα κρατούν το κλειδί για τα µυστήρια της αγάπης. Η ζωή των ανθρώπων αποτελεί την πλουσιότερη πηγή αυτής της πληροφόρησης. Εκείνοι που αποπειρώνται να µελετήσουν το σώµα χωρίς βιβλία αρµενίζουν σε αχαρτογράφητα πελάγη, όπως παρατήρησε ο Γουίλλιαµ Όσλερ (William Osler), ενώ εκείνοι που µονάχα διαβάζουν βιβλία δεν σαλπάρουν καν. Κι έτσι, όπου ήταν δυνατόν, συγκρίναµε αυτό που είχε να πει η έρευνα µε τη συναισθηµατική εµπειρία των ασθενών µας, των οικογενειών µας, αλλά και τη δική µας.

Μετά από κάµποσα χρόνια επικονίασης από ένα θησαυρό επιστηµών, ο διεπιστηµονικός ανεµοστρόβιλος έγινε ένα. Αρχίσαµε να σκεφτόµαστε την αγάπη και να την περιγράφουµε ο ένας στον άλλον µε όρους που δεν είχαµε ξανακούσει ποτέ.  Ένα επαναστατικό πρότυπο συναρµολογήθηκε ολόγυρά µας, και έκτοτε παραµείναµε µέσα σ’ αυτό. Μέσα σ’ αυτή τη δοµή βρήκαµε νέες απαντήσεις στα ερωτήµατα που άξιζε περισσότερο τον κόπο να τεθούν για την ανθρώπινη ζωή: Τι είναι τα συναισθήµατα και γιατί τα νιώθουµε; Τι είναι οι σχέσεις και γιατί υπάρχουν; Τι προκαλεί συναισθηµατικό πόνο και πώς αυτός µπορεί να επουλωθεί – µε φάρµακα, µε ψυχοθεραπεία, και µε τα δύο; Τι είναι η ψυχοθεραπεία και πώς θεραπεύει; Πώς πρέπει να διαµορφώσουµε την κοινωνία µας για να εξασφαλίσουµε συναισθηµατική υγεία; Πώς πρέπει να ανατρέφουµε τα παιδιά µας και τι να τους διδάσκουµε;

Η διερεύνηση αυτών των ζητηµάτων δεν είναι απλώς µια πνευµατική εξόρµηση: οι άνθρωποι πρέπει να έχουν τις απαντήσεις για να κατανοήσουν το νόηµα της ζωής τους. Βλέπουµε καθηµερινά την ανάγκη γι’ αυτή τη γνώση και βλέπουµε και τις θλιβερές συνέπειες της έλλειψής της. Οι άνθρωποι που δεν διαισθάνονται ή δεν σέβονται τους νόµους της επιτάχυνσης ή της δυναµικής τσακίζουν τα κόκαλά τους⋅ αυτοί που δεν αντιλαµβάνονται τις αρχές της αγάπης χαραµίζουν τη ζωή τους και τσακίζουν την καρδιά τους. Η απόδειξη αυτού του πόνου είναι ολόγυρά µας, µε τη µορφή αποτυχηµένων γάµων, οδυνηρών σχέσεων, παραµεληµένων παιδιών, ανεκπλήρωτων φιλοδοξιών και απραγµατοποίητων ονείρων. Και σε αριθµούς, αυτά τα τραύµατα συνδυάζονται για να καταστρέψουν την κοινωνία µας, στην οποία η συναισθηµατική ταλαιπωρία και τα παρακλάδια της είναι κοινός τόπος. Οι ρίζες αυτής της ταλαιπωρίας συχνά µένουν αθέατες και παραβλέπονται, ενώ τα προτεινόµενα γιατροσόφια δεν µπορούν ν’ αποδώσουν, επειδή έρχονται σε αντίφαση µε τους συναισθηµατικούς νόµους που η κοινωνία µας δεν αναγνωρίζει ακόµα.

Αυτοί οι νόµοι είναι γραµµένοι στην πέτρα κάπου µέσα στην καρδιά, ανεξάρτητα από το πόσον καιρό καταφέρνουν να ξεγλιστρούν και να µένουν στην αφάνεια. Και δεδοµένου ότι ο λαβύρινθος όπου πλανιούνται αυτού του είδους τα µυστικά είναι πράγµατι µικροσκοπικός, µπορεί να περάσουν αιώνες ωσότου ο εγκέφαλος αποκαλύψει τα τελευταία του µυστήρια. Κανείς από εµάς δεν θα ζήσει για να δει να ξηµερώνει αυτή η εποχή της αποκάλυψης.

Σε τούτες τις σελίδες, απαντάµε στην πρόκληση που θέτει σήµερα µπροστά µας η επιστήµη – να εξερευνήσουµε τη φύση της αγάπης, να αντλήσουµε από τη φαντασία, την επινοητικότητα και την ανερχόµενη επιστηµονική γνώση που η βιοτεχνολογία θέτει στη διάθεσή µας. Σκόπιµα δεν καταλήξαµε σε µια περιεκτική εγκυκλοπαίδεια της επιστήµης του εγκεφάλου. Μέσα σ’ αυτές τις σελίδες δεν ελλοχεύουν νευροανατοµικά διαγράµµατα µε πλήθος γράµµατα. Καταπιαστήκαµε όχι να χαρτογραφήσουµε το νου µε ανατριχιαστικές λεπτοµέρειες, αλλά να ηγηθούµε µιας ευέλικτης αναγνωριστικής πτήσης πάνω από εδάφη που βρίσκονται κρυµµένα µέσα στην ανθρώπινη ψυχή.

Όσο το κάνουµε αυτό, θα αποµακρυνόµαστε από αυτά που οι άνθρωποι θεωρούν γνήσια εδάφη της ψυχής. Και πριν τελειώσουµε, θα ασχοληθούµε µε το κλαψούρισµα των χαµένων κουταβιών, µε τα µαθηµατικά της µνήµης, µε τη συζυγική αφοσίωση του κυνόµυος και µε τις εκφράσεις του προσώπου σε χώρες του Νότιου Ειρηνικού. Θα µελετήσουµε το πείραµα ανατροφής ενός παιδιού από έναν αυτοκράτορα του Μεσαίωνα, κάποιες ψυχοθεραπευτικές τεχνικές, τη διαισθητική διάνοια των νεογέννητων και το γιατί οι άνθρωποι πιάνονται από το χέρι στον κινηµατογράφο. Θα ρωτήσουµε γιατί υπάρχει η οικογένεια, τι είναι τα αισθήµατα και τι δεν είναι η αγάπη⋅ πώς ξέρουν να χαµογελούν τα τυφλά παιδιά και γιατί δεν το ξέρουν τα ερπετά. Μια καινούρια κατανόηση της αγάπης διαµορφώνεται στο σταυροδρόµι αυτών των εντελώς ανόµοιων περιοχών, όπου εµείς µπορούµε ν’ αρχίσουµε να περιγράφουµε τη συναισθηµατική ζωή µ’ έναν τρόπο πιστό στη γνωστή φυσιολογία και τη βιωµατική εµπειρία των ανθρώπινων πλασµάτων, µε τα πάθη τους και µε τις αγωνίες τους.

Ο επιστήµονας ή ο γιατρός δεν είναι οι µόνοι επιστάτες αυτών των εδαφών, και σίγουρα όχι οι πρώτοι. Η φιλοδοξία να διυλιστούν και να µεταδοθούν τα µυστικά της καρδιάς µπορεί ν’ αγγίξει στιγµές απαράµιλλης διαύγειας µέσα σ’ ένα µυθιστόρηµα, ένα θεατρικό έργο, ένα διήγηµα, ένα ποίηµα. Μέσα από µια συµµετρία τόσο συµπαγή και εντυπωσιακή όσο η ισοδυναµία της ύλης µε την ενέργεια, η ποίηση της αγάπης και η επιστήµη της ταυτίζονται απρόσµενα. Κάθε ατραπός χρησιµοποιεί τα εργαλεία του πνεύµατος για να φτάσει παραπέρα⋅ καθεµιά προσπαθεί να πιαστεί από το άφραστο και να το καταστήσει γνωστό, µε τη θερµή ταραχή της αναγνώρισης που τόσο συχνά φέρνει µαζί της η αλήθεια. Τώρα που η επιστήµη έχει ταξιδέψει στο βασίλειο του ποιητικού, η προσπάθεια ενός εγχειρήµατος µπορεί να επηρεάσει το οµόλογό του.

Πολύ προτού υπάρξει η επιστήµη, οξυδερκείς άντρες και γυναίκες αντάλλασσαν ιστορίες για το πώς είναι οι άνθρωποι, ιστορίες που ποτέ δεν έχασαν τη δύναµη να µαγεύουν και να διδάσκουν. Χρησιµοποιούµε την επιστήµη για να διερευνούµε την ανθρώπινη φύση µε σκοπό όχι να αντικαθιστούµε αυτές τις ιστορίες, αλλά να τις εµπλουτίζουµε και να εµβαθύνουµε σ’ αυτές. Ο Ρόµπερτ Φροστ έγραψε κάποτε ότι πάρα πολλοί ποιητές ξεγελούν τον εαυτό τους σκεπτόµενοι ότι το µυαλό είναι επικίνδυνο και πρέπει να µένει απέξω. Αυτή η αρχή καθρεφτίζεται στη µελέτη του εγκεφάλου, όπου πάρα πολλοί ειδικοί, καθαρά από φόβο, αποφεύγουν να αναφέρουν την αγάπη.

Εµείς θεωρούµε ότι η καρδιά είναι επικίνδυνη και πρέπει να µείνει µέσα. Το ποιητικό και το αληθινό, το αποδεδειγµένο και το αναπόδεικτο, η καρδιά και ο εγκέφαλος –σαν φορτισµένα σωµατίδια αντίθετης πολικότητας– ασκούν την επιρροή τους σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Όταν έρχονται κοντά, το αποτέλεσµα είναι να πυρακτώνονται.

Σ’ αυτό το φεγγοβόλο συναπάντηµα, αρχίζει να αποκαλύπτεται η αγάπη. Το ταξίδι που ξεκινάµε εδώ δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ολοκληρωµένο: η επιστήµη των ηµερών µας κάνει νύξη σε δοµές, αλλά δεν µπορεί να τις προσδιορίσει. Το κάστρο του συναισθηµατικού νου δεν είναι ακόµα πρακτικά θεµελιωµένο και στο βασίλειό του υπάρχει άφθονος χώρος για εικασία, επινόηση και ποίηση. Καθώς η νευροεπιστήµη ξεκλειδώνει τα µυστικά του εγκεφάλου, µπορεί κανείς µε τρόπο εντυπωσιακό να διεισδύσει στη φύση της αγάπης. Σε αυτό αναφέρεται τούτο το βιβλίο – κι αν αυτό δεν είναι το µυστικό της ζωής, τότε δεν ξέρουµε τι άλλο είναι.

7. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΠΩΣ Η ΑΓΑΠΗ ∆ΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ, ΚΑΘΟ∆ΗΓΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΝΟΥ ΕΝΟΣ ΠΑΙ∆ΙΟΥ

Όταν ο δόκτωρ Τζων Γουάτσον µετακοµίζει στο διαµέρισµα της οδού Μπέηκερ 221Β, πιάνει τυχαία στα χέρια του ένα περιοδικό που ανήκει στον καινούριο του συγκάτοικο.  Ένα άρθρο µε τον τολµηρό τίτλο «Το βιβλίο της ζωής» είναι σηµειωµένο στον πίνακα περιεχοµένων και εκεί ο Γουάτσον διαβάζει τις ακόλουθες φράσεις από την επονοµαζόµενη Επιστήµη της Λογικής Εξαγωγής Συµπεράσµατος:

Από µια σταγόνα νερό, ένας λογικός επιστήµονας θα µπορούσε να συµπεράνει τη δυνατότητα ύπαρξης ενός Ατλαντικού ή ενός Νιαγάρα, χωρίς να έχει δει ή ακούσει κανέναν από τους δύο.  Έτσι όλη η ζωή είναι µια µεγάλη αλυσίδα, η φύση της οποίας γίνεται γνωστή οποτεδήποτε µας παρουσιαστεί ένας και µοναδικός κρίκος της… Από τα νύχια στα δάχτυλα των χεριών ενός ανθρώπου, από το µανίκι του πανωφοριού του, από τις µπότες του, από τα γόνατα του παντελονιού του, από τους κάλους στο δείκτη και τον αντίχειρα, από την έκφρασή του, από τις µανσέτες του πουκαµίσου του – από καθένα από αυτά τα πράγµατα αποκαλύπτεται πλήρως η απασχόληση ενός ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση είναι σχεδόν αδιανόητο το πώς όλα αυτά µαζί δεν καταφέρνουν να διαφωτίσουν τον άξιο ερευνητή.

«Τι αδιανόητη αρλούµπα!» λέει ο Γουάτσον, κοπανώντας το περιοδικό στο τραπέζι. «∆εν έχω ξαναδιαβάσει τέτοιες ανοησίες στη ζωή µου». Ο αρθρογράφος, όπως ανακαλύπτει, είναι ο άνθρωπος τα κατορθώµατα του οποίου θα αφιερώσει όλη του τη ζωή να καταγράφει: το διάσηµο σούπερ-λαγωνικό, ο Σέρλοκ Χολµς.

Το ίδιο είδος πρόκλησης που ενθουσίαζε τον Χολµς –όπου κάποιος «ωθείται να σκεφτεί λογικά ανάποδα, από τα αποτελέσµατα στα αίτια»– αντιµετωπίζει και όποιος αποπειράται να χαράξει την ανάπτυξη του συναισθηµατικού νου. Ο µεταιχµιακός ντετέκτιβ αρχίζει όχι µε τα νύχια των δαχτύλων ή µε τα «γόνατα» στο παντελόνι, αλλά µε ευδιάκριτα συναισθηµατικά γνωρίσµατα – µια προδιάθεση για χρόνια κατάθλιψη, µια αδυναµία επιβολής, µια ζωή σπαταληµένη στην αγάπη αδιάφορων συντρόφων. Ο στόχος είναι να διατυπώσουµε µια ιστορική ακολουθία που να εξηγεί την παρουσία και την ακριβή διαµόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών σ’ έναν ανθρώπινο νου.

Πώς σχηµατίζεται µια προσωπικότητα;  Ένα µωρό διέρχεται µια εκπληκτική µεταµόρφωση, καθώς αναπτύσσεται ο εγκέφαλός του. Αρχίζει σαν ένα ανοιχτοµάτικο πλάσµα µε µια έµφυτη ικανότητα να διαβάζει συναισθήµατα, αλλά δεν αργεί διόλου να αναπτύξει περίτεχνα συναισθηµατικά χαρακτηριστικά και δεξιότητες. Μια ταυτότητα, σαφής και διακεκριµένη όσο και το δακτυλικό αποτύπωµα, διαµορφώνεται, τόσο χειροπιαστή, που µπορούµε να αισθανθούµε τις νοητικές της προεξοχές και σπείρες. Όταν συναντάµε έναν ενήλικο, µπορούµε να γνωρίζουµε χωρίς πολύ µεγάλη δυσκολία αν είναι γενναιόδωρος ή τσιγκούνης, επίβουλος ή αξιόπιστος, απειλητικός ή δουλοπρεπής. Μπορούµε να γνωρίζουµε αν είναι άξιος να εµπιστευτεί, να συναγωνιστεί, να γνωρίσει τον εαυτό του και τους άλλους, ν’ αγαπήσει. Πώς αυτός ο µεταιχµιακός εγκέφαλος συγχωνεύεται σε µια δοµή συνεπή; Ξεκινώντας σαν διάχυτες νευρωνικές προδιαθέσεις, πώς ένα µωρό γίνεται ένα άτοµο;

Ο Χολµς αισθάνθηκε ότι µπορούσε να διεξαγάγει τις περισσότερες έρευνες χωρίς ν’ αφήσει τα αναπαυτικά όρια της πολυθρόνας του. Ο Φρόυντ, σύγχρονος και επίγονος του Χολµς, συµµερίστηκε την πεποίθησή του και µπορεί και να είχε µπει στον πειρασµό να παραδειγµατιστεί από αυτή. Βασιζόµενος στην ικανότητα της λογικής του σκέψης και στα συµπεράσµατα που έβγαζε από τη θέση του στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, ο Φρόυντ έχτισε ένα θεόρατο και στολισµένο παλάτι συµπερασµάτων σχετικά µε τη συναισθηµατική ανάπτυξη και τις επιδράσεις που συντελούν στη διάπλαση του µυαλού ενός παιδιού. Η εµπιστοσύνη στο οικοδόµηµά του ανταγωνιζόταν την πίστη του Χολµς στη δική του πνευµατική οξυδέρκεια.

∆υστυχώς, η ερευνητική µέθοδος του Χολµς είναι ένα διασκεδαστικό αλλά απίθανο επινόηµα. Ο ταχυδακτυλουργός-καλλιτέχνης που βγάζει ένα ατσαλάκωτο χαρτονόµισµα του ενός δολαρίου από το αυτί του βοηθού του δεν κόβει καινούριο χρήµα⋅ το χαρτονόµισµα είναι ακριβώς εκεί που το είχε βάλει και που ήξερε ότι βρισκόταν όλη την ώρα. Το ίδιο και οι αινιγµατικές ενδείξεις που τόσο δεξιοτεχνικά ξετρυπώνει ο Χολµς προς µεγάλη έκπληξη και θαυµασµό του Γουάτσον – κάθε τέτοια σκηνή ήταν µαστορεµένη από ένα συγγραφέα ο οποίος γνώριζε απριόρι την ταυτότητα του εγκληµατία και τις µεθόδους των ειδεχθών δραστηριοτήτων του, ο οποίος γνώριζε τη µοναδική επιπλοκή που έπρεπε ο ήρωάς του να διαλέξει ανάµεσα σ’ εκατοµµύρια άλλες, αν ήταν να συνεχιστεί η πλοκή.

Στο  Ένα σκάνδαλο στη Βοηµία για παράδειγµα, ο Χολµς παρατηρεί αρκετά γδαρσίµατα στο πλάι του παπουτσιού του Γουάτσον. Από αυτό και µόνο συµπεραίνει ότι ο καλός γιατρός είχε πεζοπορήσει στην εξοχή µες στις λάσπες και ότι πιθανότατα είχε προσ­λάβει µια καινούρια οικονόµο, η οποία γρατσούνιζε τις σόλες, καθώς έτριβε αδέξια τα υπολείµµατα των λασπερών περιπλανήσεων του αφεντικού της. Ο Χολµς µοστράρει το συµπέρασµά του µε καµάρι και ο Γουάτσον δουλικά το επιβεβαιώνει. Οι δυο τους αντιπαρέρχονται επιµελώς εξίσου πιθανούς συνδυασµούς: ο Γουά­τσον πάτησε µια τσουγκράνα κι έγδαρε τα παπούτσια του, ή τα χάλασε καθαρίζοντάς τα ενώ ήταν µεθυσµένος, ή άφησε τα καλά του παπούτσια στη λέσχη και αναγκάστηκε να ξεθάψει ένα φθαρµένο ζευγάρι από ένα παλιό ντουλάπι ξέχειλο από παλιατσαρίες – και πάει λέγοντας, σχεδόν επ’ άπειρον.

Όταν ο Χολµς εξετάζει το µανίκι ενός πανωφοριού ή το µανικέτι ενός πουκαµίσου και µε το σταθερό του δάχτυλο δείχνει το δολοφόνο, φτάνει στα συµπεράσµατά του µ’ έναν τρόπο τόσο απλό και τόσο δοκιµασµένο, που θα µπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει στοιχειώδη: τη ζαβολιά.

Ο ερευνητής του συναισθηµατικού νου στερείται αυτή τη σηµαντική συντόµευση⋅ ο ∆ηµιουργός της δεν τον έχει εφοδιάσει εκ των προτέρων µε τις απαντήσεις.  Ένας λογικός παρατηρητής δεν µπορεί να ξεκινήσει µε τα συναισθηµατικά χαρακτηριστικά ενός ενηλίκου και να σφυρηλατήσει µια αλυσίδα από συµπεράσµατα, που εκτείνονται προς τα πίσω στο χρόνο, για να φτάσουν σ’ έναν ένοχο. Αυτή η έρευνα από την πολυθρόνα είναι άθληµα που απαιτεί παράλογο βαθµό παντογνωσίας. Αντίθετα, οι σύγχρονοι ερευνητές πρέπει να επωφελούνται από την επιστήµη και από το φως που αυτή ρίχνει σε ερωτήµατα γύρω από το πώς και το γιατί ωριµάζει ένα µυαλό.

Στα τέσσερα τελευταία κεφάλαια, αναφερθήκαµε στις διαφορετικές φάσεις του φυσιολογικού δεσµού που ενώνει συντρόφους σε µία σχέση και ο οποίος περιλαµβάνει και τη σχέση γονέων µε παιδιά: τον µεταιχµιακό συντονισµό, τη ρύθµιση και την αναθεώ­ρηση. Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφουµε πώς αυτές οι δυνάµεις συνδυάζονται και συνωµοτούν για να δηµιουργήσουν, από ένα ανόθευτο, ευαίσθητο και πολλά υποσχόµενο παιδάκι, ένα ανθρώπινο πλάσµα και µια συναισθηµατική ταυτότητα.

Η πλήρης ιστορία κάθε ζωής περιέχει συµπληρωµατικούς παράγοντες που ο ρόλος τους δεν θα µελετηθεί εδώ: τύχη, ψυχικό τραύµα, φυσική ασθένεια, πνευµατική ικανότητα, αθλητικό πνεύµα, φτώχεια, φυλή και πολλούς ακόµα. Όσο σηµαντικοί κι αν είναι αυτοί στη ζωή του καθενός, ο σκοπός µας δεν είναι να αναλύσουµε λεπτοµερειακά την επίδραση κάθε παράγοντα ικανού να επιδράσει πάνω σ’ ένα εύπλαστο µυαλό.  Ένα τέτοιο διεξοδικό (και εξαντλητικό) εγχείρηµα, µέσα στη χασµωδία των φωνών που το συνθέτουν, πιο πολύ πνίγει παρά αναδεικνύει την ιστορία αυτού του κεφαλαίου: πώς οι πλευρές της αγάπης των γονέων προς τα παιδιά διαπλάθουν ένα νεαρό µυαλό.

 

ΤΑ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ

Οτιδήποτε είναι ένας άνθρωπος και οτιδήποτε γνωρίζει εδρεύει στην περιπλεγµένη συστάδα των αλληλένδετων νευρώνων του. Αυτές οι αποφασιστικές, απειροελάχιστες γέφυρες µετριούνται σε τετράκις εκατοµµύρια, αλλά προέρχονται από µόνο δύο πηγές: το DNA και την καθηµερινότητα. Ο γενετικός κώδικας ζωντανεύει κάποιες συνάψεις, ενώ η εµπειρία γεννάει και µεταβάλλει άλλες.

Έτσι ο εγκέφαλος παίρνει σχήµα σαν συµβιβασµός ανάµεσα σε απαραβίαστα όρια και µια σχεδόν απεριόριστη ελευθερία. Είναι σαν χιονονιφάδα ή σαν ένα σονέτο, του οποίου τα αµέτρητα µέλη µένουν συνδεδεµένα σ’ έναν αιώνιο ακέραιο αριθµό. Η πολικότητα των µορίων του νερού υποχρεώνει µια χιονονιφάδα να σχηµατίζει ένα εξάπλευρο πολύεδρο, και ένα σονέτο αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους. Το σύµπαν δεν περιέχει χιονονιφάδα µε επτά πλευρές ούτε σονέτο µε πέντε τετράστιχα. Όµως, µέσα στο πλαίσιο αυτών των περιορισµών υπάρχουν ατελείωτες παραλλαγές οµορφιάς.

Στον εγκέφαλο, ένα λεπτοµερές γενετικό προσχέδιο κατευθύνει την εµφάνιση πρόχειρων νευρωνικών στηρίξεων, που χρησιµεύουν ως πυρήνες ποικίλων υποσυστηµάτων.  Έτσι το DNA χαλιναγωγεί το ταραχώδες πλήθος των σχεδίων που εκατό δισεκατοµµύρια κύτταρα θα µπορούσαν άνετα να δηµιουργήσουν.  Ένας εγκέφαλος, ένα σχέδιο: κανένας εγκέφαλος δεν έχει τρεις κροταφικούς λοβούς, και κανείς δεν καταγράφει θυµό µε ταυτόχρονο στρίψιµο των χειλιών προς τα επάνω. Όµως, όπως συµβαίνει και µε το καλλιτεχνικό κλάδεµα των θάµνων, η ποικιλία ανθεί εντός των τειχών. Η πρώιµη εµπειρία ψαλιδίζει το εν µέρει προσαρµόσιµο περίγραµµα ενός στηρίγµατος σε µια νευρωνική βάση: ένα σύµπλεγµα από νευρώνες και συνδέσµους συντονισµένους έτσι ώστε να λειτουργούν σε συγκεκριµένο περιβάλλον. Η γενετική πληροφόρηση αρχίζει να δηµιουργεί τη βασική µακρο- και µικροανατοµία του εγκεφάλου⋅ ύστερα η εµπειρία στενεύει τις διαρκώς επεκτεινόµενες δυνατότητες προς µία έκβαση. Από πολλές σε αρκετές⋅ από αρκετές σε µία.

Αφού η βάση πάρει σχήµα, η νευρωνική ευελιξία φθίνει, αλλά συχνά δεν µηδενίζεται. Και εδώ ο εγκέφαλος είναι σαν σονέτο που επιδέχεται αιώνια διόρθωση και επιµέλεια ή σαν χιονονιφάδα που ακολουθεί αιώνια ένα απόκρηµνο µονοπάτι, πάντα προσθέτοντας κρύσταλλα στις εξαγωνικές φτερούγες της. Η συνεχής εµπειρία εξακολουθεί να διαπλάθει νευρωνικές συνδέσεις, για να διασφαλίσει ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου δεν θα αδρανήσει ποτέ. Όπως έγραψε ο Ηράκλειτος πριν από µερικές χιλιάδες χρόνια: «∆εν µπορούµε να διαβούµε δύο φορές το ίδιο ποτάµι. Είµαστε, και δεν είµαστε».

Μια νευρωνική µαθησιακή µηχανή έχει τη φυσική τάση να δίνει έµφαση στην επιρροή της νεολαίας της. Ο νεανικός εγκέφαλος είναι γεµάτος από πολύ περισσότερους νευρώνες απ’ όσους τελικά διατηρεί. Τα περισσότερα από αυτά τα βλαστάρια πεθαίνουν στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, καθώς πλούσιες και πυκνές στηρίξεις υποχωρούν και φθίνουν. Επειδή τα καταδικασµένα κύτταρα και οι σύνδεσµοι θα µπορούσαν να έχουν αποθηκεύσει δεδοµένα, ο αφανισµός τους αντιπροσωπεύει την απώλεια πληροφοριών που ένας εγκέφαλος θα µπορούσε ενδεχοµένως να έχει κωδικοποιήσει. Όταν αποσύρονται δισεκατοµµύρια νευρώνες, όπως κάνουν στην παρατεταµένη φάση «κλαδέµατος» (pruning phase) του εγκεφάλου, σελίδες εξαφανίζονται για πάντα από το βιβλίο του µυαλού.

Γιατί κάποιοι νευρώνες επιβιώνουν τα πρώτα χρόνια της ζωής, ενώ τόσο πολλοί χάνονται; Η δύναµη της προσκόλλησης στα θηλαστικά που συντηρεί τη ζωή αντικατοπτρίζεται µικροσκοπικά µέσα στον εγκέφαλο: και εδώ η συνδεσιµότητα εξασφαλίζει την επιβίωση. Οι νευρώνες που παγιώνουν ισχυρές διασυνδέσεις µε τους οµοίους τους –εκείνους που συµµετέχουν στους Ελκυστές– καταφέρνουν να περάσουν κατά τη φάση της διαλογής. Εκείνοι που δεν ενώνονται σε σταθερούς δεσµούς µαραίνονται και πέφτουν από το πλαίσιο που τους συγκρατεί.

Σκεφτείτε πώς ένα παιδί µαθαίνει να διακρίνει τον απλό θόρυβο από τα κλικ, τα σφυρίγµατα και τις ασυναρτησίες της οµιλίας. Οι ανθρώπινες φωνητικές χορδές, ο φάρυγγας, η γλώσσα, τα χείλη, τα δόντια και ο ουρανίσκος µπορούν να κάνουν χιλιάδες διακριτούς ήχους –φωνήµατα– που συγχωνεύονται σε µονοκόµµατες λέξεις.  Ένας νηπιακός εγκέφαλος µπορεί ν’ ακούσει και να ξεχωρίσει όλα τα πιθανά φωνήµατα⋅ τα γονίδιά του µεταφέρουν το σχεδιασµό αυτής της διαδικασίας. Η παν-φωνηµατική ικανότητά του τον προετοιµάζει να γνωρίσει όλες τις ανθρώπινες γλώσσες, όµως σύντοµα αυτό καταλήγει σε νευρωνική εκκεντρικότητα. Κάθε γλώσσα χρησιµοποιεί µόνο ένα µικρό υποσύνολο φωνηµάτων. Η αγγλική τα βολεύει µε σαράντα. Κατά συνέπεια, ο εγκέφαλος ενός νηπίου περιέχει Ελκυστές για τα φωνήµατα που ταιριάζουν µε τη µητρική του γλώσσα⋅ µόνο αυτούς τους γλωσσικούς ήχους µπορεί ν’ ακούσει και να αρθρώσει σωστά. Η ακουστική εµπειρία έχει κουτσουρέψει την πολυσχιδή του στήριξη σ’ ένα πρότυπο µε συγκεκριµένο στόχο.

Όταν οι αχρησιµοποίητοι νευρώνες εκλείψουν, το κολοβωµένο δίκτυο δεν αντιπροσωπεύει πλέον κάποια στοιχεία γνώσης. Η γιαπωνέζικη γλώσσα δεν κάνει διάκριση ανάµεσα στους φθόγγους ρ και λ κι ένα παιδάκι εξοικειωµένο στα γιαπωνέζικα δεν ακούει διαφορά ανάµεσα στα δύο. Η γαλλική γλώσσα δεν έχει θ – ο γαλατικός κόσµος συνήθως αποδίδει το φθόγγο που δεν µπορεί να προφέρει ως ζ. Ο Πεπέ από τα κινούµενα σχέδια της Ντίσνεϋ προφέρει χαριτωµένα το this και το that ως «ζις» και «ζατ». Η γαλλική γλώσσα θέτει παρόµοιους ηχητικούς φραγµούς στους αγγλόφωνους: το τραχύ, ουρανικό ρ ή το βραχύ, κοφτό u (που δεν µοιάζει ούτε µε υ ούτε µε ου). Και το φωνήεν όπως ακούγεται στη γαλλική λέξη œil, «µάτι», δεν έχει το όµοιό του στην αγγλική [ούτε και στην ελληνική – Σ.τ.Μ.]. Μόνο ένας εξαιρετικά δυσεύρετος αγγλόφωνος µπορεί να προφέρει αυτούς τους πολύ ιδιαίτερους φθόγγους.

Αυτή η εξελικτική πορεία –γενική στήριξη, σθεναρή νευρωνική αραίωση, εξειδίκευση του προτύπου και εξελισσόµενη διαµόρφωση– παρατηρείται στα περισσότερα νευρωνικά συστήµατα, στα οποία περιλαµβάνονται και τα µεταιχµιακά. Η συναισθηµατική στήριξη ενός νηπίου φροντίζει για την ιδιοσυγκρασία και για τις έµφυτες ικανότητες όπως το να διαβάζει τις εκφράσεις του προσώπου. Η µεταιχµιακή επαφή µε τους γονείς του ακονίζει αυτή την πολυδύναµη δοµή εντάσσοντάς τη στο πλαίσιο της συναισθηµατικής ζωής: τον νευρωνικό πυρήνα της συναισθηµατικής ταυτότητας. Μόλις σταθεροποιηθεί αυτό το κατεξοχήν χαρακτηριστικό, µπορούµε να πούµε ότι ένας άνθρωπος υπάρχει και µπορούµε να γνωρίζουµε τα εξατοµικευµένα χαρακτηριστικά του συναισθηµατικού του εαυτού. Η συνεχής εµπειρία µεταµορφώνει σταδιακά τη νευρωνική του δοµή, αλλάζοντάς τον από αυτό που ήταν σε αυτό που είναι, σύναψη προς σύναψη. Η συναισθηµατική ταυτότητα αλλάζει διαδροµές σε όλη τη ζωή – αν αυτό συµβαίνει αρκετά γρήγορα και σε µεγάλη έκταση, µπορεί κανείς, στη θέση της καρδιάς ενός φίλου ή εραστή, να βρει την καρδιά ενός αγνώστου.

Ο Αλφρέντ ντε Μυσσέ, βλέποντας τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη (λογοτεχνικό ψευδώνυµο της Amandine-Aurore-Lucile Dudevant), πολύ καιρό αφότου είχε λήξει το ειδύλλιό τους, έγραψε:

Η καρδιά µου, γεµάτη ακόµα από εκείνη,
Πλανήθηκε στο πρόσωπό της, µα δεν τη βρήκε πια εκεί...
[…]
Όχι όµως: θα ’λεγα πως µια άγνωστη, µια ξένη,
Είχε στην τύχη πάρει κείνη τη φωνή, κείνα τα µάτια
Κι έτσι, κοιτάζοντας ψηλά τα ουράνια,
άφησα κείνο το άγαλµα ψυχρό να προσπεράσει.

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Η πρώτη επίδραση στον συναισθηµατικό εγκέφαλο είναι η προέλευση της ίδιας της ζωής: οι διπλές έλικες που σχηµατίζουν το DNA.  Ένα νηµάτιο, ο κωδικεύων ή νοηµατικός κλώνος, περιέχει τη γραµµική ακολουθία των οδηγιών για το χτίσιµο των πρωτεϊνών. Η κατοπτρική του εικόνα, ο κλώνος-εκµαγείο, ο πρότυπος ή αντινοηµατικός, δεν κωδικοποιεί τίποτα απολύτως. Αν δια­χωριστούν τα δύο, σχηµατίζονται καινούρια, συµπληρωµατικά νηµάτια: απέναντι από τον νοηµατικό σχηµατίζεται ο ταιριαστός αντινοηµατικός κλώνος και απέναντι από τον αντινοηµατικό, ένας καινούριος νοηµατικός αρχίζει να αναδύεται. Ακόµα και σε αυτό το τραχύ βιοχηµικό επίπεδο υπάρχει η δυαδικότητα της πληροφόρησης: το πρακτικό και το ποιητικό. Το µισό ζεύγος του DNA φαίνεται πως δεν σηµαίνει τίποτα, όµως µέσα στη φαινοµενική του βιοχηµική έλλειψη χρησιµότητας, υπάρχει σαφές δυναµικό. Ο αντινοηµατικός κλώνος είναι πάντα κατά µία κυτταρική διαίρεση µακριά από το να δηµιουργήσει εξαρχής τον πραγµατικό αλγόριθµο του alter ego που χτίζει την πρωτεΐνη. Αυτή η µαγική ιδιότητα επιτρέπει στο DNA να αναπαραχθεί, όπως το έκανε δισεκατοµµύρια χρόνια τώρα. Και για τα προηγούµενα εκατό εκατοµµύρια χρόνια πάνω-κάτω, όταν ο πρόγονος της έχιδνας αποσχιζόταν από την κατηγορία των ερπετών, τα ικανά θηλαστικά µεταβίβασαν τα γονίδια που έχτισαν τον µεταιχµιακό τους εγκέφαλο – σε όλους εµάς.

Τα γονίδια µπορούν να δηµιουργήσουν µια µεταιχµιακή στήριξη προσανατολισµένη στην ντροπαλοσύνη ή στην αψιθυµία µε την ίδια ακρίβεια που δηµιουργούν µακριά οστά ή ανοιχτόχρωµη επιδερµίδα. Οι σκύλοι µπορούν να εκτρέφονται για τη συναισθηµατικότητά τους και συχνά έτσι συµβαίνει: οι εκτροφείς σκύλων βασίζονται ακριβώς στη γενετική µεταβίβαση της ιδιοσυγκρασίας,
όταν επιλέγουν για την πραότητά του το κόκερ σπάνιελ και για την αγριότητά του το πιτ µπουλ. Κάποια είδη ποντικών είναι τριά­ντα φορές πιο αγχώδη από άλλα⋅ το ίδιο συµβαίνει και στις οικο­γένειες των ανθρώπων. Το προσχέδιο ενός εγκεφάλου µπορεί να προαγάγει τη χαρά πιο γρήγορα από καθετί άλλο⋅ σε άλλον, βασιλεύει η απαισιοδοξία. Το κατά πόσο η ευτυχία θα πληµµυρίσει ή θα αποδράσει από ένα άτοµο εξαρτάται, εν µέρει, από το DNA που του έτυχε να έχει.

Είναι άραγε το τρένο των γονιδίων οδοστρωτήρας; Κάθε άλλο. Τα όρια της γενετικής επίδρασης στην προσωπικότητα είναι χαραγµένα κατά µήκος της ωοειδούς καµπύλης της γυναικείας λεκάνης. Τα τελευταία λίγα εκατοµµύρια χρόνια, ο εγκέφαλος των πρωτευόντων επεκτάθηκε πιο γρήγορα απ’ ό,τι το οστεώδες στόµιο απ’ όπου το µωρό περνάει στον έξω κόσµο, τον κόσµο που ανασαίνει. Αν ένα βρέφος πρέπει να στριµωχτεί και να βγει έξω όσο το κεφάλι του χωράει ακόµα, ο εγκέφαλός του µόλις γεννηθεί δεν µπορεί παρά να είναι ένα κλάσµα του τελικού του µεγέθους. Πρέπει να αναβάλει το µεγαλύτερο µέρος της νευρωνικής του ωρίµανσης µέχρις ότου εγκαταλείψει τη µήτρα – όταν η φυσιολογία του δεν παίζει πλέον σόλο, αλλά ενώνεται µε των γονέων του µέσω της κοινής τους µεταιχµιακής σχέσης. Τότε η νευρογενετική του κληρονοµιά υπόκειται στη δύναµη της γονικής αγάπης.

 

ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΛΟΥΠΙ

Ενώ τα γονίδια είναι σηµαντικά για τη θεµελίωση κάποιων πλευρών συναισθηµατικότητας, η εµπειρία παίζει κεντρικό ρόλο στην ενεργοποίηση και την απενεργοποίηση των γονιδίων. Το DNA δεν είναι η µοίρα της καρδιάς⋅ η γενετική λοταρία µπορεί να καθορίσει τα χαρτιά στην τράπουλά σας, αλλά η εµπειρία µοιράζει το χαρτί που µπορείτε να παίξετε. Οι επιστήµονες απέδειξαν, για παράδειγµα, ότι η καλή ανατροφή µπορεί να υπερκεράσει έναν µειονεκτικό χαρακτήρα. Φρόντισαν ώστε ειδικά εκπαιδευµένες πιθηκίνες-τροφοί να υιοθετήσουν πιθηκάκια γενετικά επιρρεπή στο άγχος. Οι αγχώδεις νεαροί πίθηκοι συνήθως γίνονται ψυχαναγκαστικοί, χαµηλού επιπέδου ενήλικοι. Η υποκατάσταση µιας στοργικής µητέρας αντέστρεψε τη µοίρα τους – από ένα γενετικό µονοπάτι που οδηγούσε σε µια ζωή ντροπαλοσύνης, αυτοί οι πίθηκοι µε πολλή φροντίδα και αγάπη επιβλήθηκαν στις αγέλες τους. Ισχύει βέβαια και το αντίθετο: η ακατάλληλη ανατροφή µπορεί να εµποδίσει µια υγιή µεταιχµιακή κληρονοµιά, επιβάλλοντας άγχος και κατάθλιψη σε κάποιον που είχε τις γενετικές προϋποθέσεις µιας ευτυχισµένης ζωής.

Όπως και τα περισσότερα παιχνίδια τους, τα παιδιά έρχονται σε µεγάλο βαθµό συναρµολογηµένα. Ο εγκέφαλος ενός µωρού δεν µπορεί να αναπτυχθεί φυσιολογικά χωρίς τη συντονιστική επίδραση που ασκεί η µεταιχµιακή επικοινωνία. Τα γουργουρητά και οι ασυναρτησίες που ανταλλάσσουν µωρά και γονείς, τα χάδια, το λίκνισµα στην κούνια και τα χαρούµενα βλέµµατα στο πρόσωπό τους, δείχνουν άκακα αν όχι βλακώδη⋅ κανείς δεν θα υποψιαζόταν ότι ξεκινάει µια διαδικασία διαπλαστική της ζωής. Όµως ήδη από την πρώτη τους συνάντηση, οι γονείς καθοδηγούν τη νευροανάπτυξη του µωρού µε το οποίο καταγίνονται. Στα πρώτα του χρόνια, διαπλάθουν τον κληροδοτηµένο συναισθηµατικό εγκέφαλο του παιδιού, διαµορφώνοντας τον νευρωνικό πυρήνα του χαρακτήρα του.

 

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΒΛΕΠΩ

Ειλικρινά, δε σ’ αγαπώ µε τα δικά µου µάτια,
Γιατί σ’ εσένανε αυτά βλέπουν χιλιάδες λάθη⋅
Μα η καρδιά µου αγαπά ό,τι αψηφούν εκείνα,
Κι όσα κι αν βλέπει, να πάψει δε νογά να σε λατρεύει⋅
Ούτε τ’ αυτιά µου χαίρονται στον ήχο της φωνής σου,
Ούτε η τρυφεράδα µου απαντά σε όλα σου τα χάδια
Ούτε η γεύση ή η όσφρηση επιθυµούν καλέσµατα
Σε µια γιορτή αισθησιακή µ’ εσένα µοναχά.
Όµως τα πέντε πνεύµατα κι όχι οι πέντε αισθήσεις µου
Μπορούν να πείσουν την τρελή καρδιά να µη σε υπηρετεί
Αυτήν που αφήνει µοναχά τον ίσκιο ενός άντρα
Να ’ν’ της περήφανης καρδιάς σου σκλάβος κι υποτελής
Μόνο γι’ αυτό θαρρώ πως είναι κέρδος µου το ερωτοχτύπηµά µου
Γιατί αυτή µε κάνει αµαρτωλό κι ορίζει την ποινή µου.

Η λίστα των πέντε αισθήσεων που αναφέρονται σ’ αυτό το σονέτο είναι πια παρωχηµένη. Βασισµένοι σε µια ανάλυση περιφερικών νευρικών απολήξεων, οι νευροεπιστήµονες καταγράφουν έναν πιο µακρύ κατάλογο ανεξάρτητων αισθήσεων: όσφρηση, όραση, ακοή, γεύση, ελαφρύ άγγιγµα, έντονο άγγιγµα, ικανότητες αντίληψης παλµικών κινήσεων, πόνου, καθώς και τη θέση των αρθρώσεων του ανθρώπου. Ο ποιητής που έγραψε αυτούς τους στίχους το έκανε αγνοώντας αυτή τη φρέσκια είδηση, ήξερε όµως κάτι πιο σηµαντικό: η συναισθηµατικότητα είναι ένα διαφορετικό είδος αισθητηριακής ικανότητας, που συµπληρώνει και ολοκληρώνει. Ο µεταιχµιακός εγκέφαλος βασίζεται στην πληροφόρηση που παρέχεται από την παραδοσιακή παρέµβαση της αντίληψης, αλλά µετατρέπει αυτά τα δεδοµένα σε εµπειρία ανώτερης βαθµίδας που υπερβαίνει έναν κατάλογο οπτικών, ακουστικών ή απτικών ιδιοτήτων. Το συναισθηµατικό σύνολο –η κατακλείδα της αγάπης– είναι κάτι περισσότερο από το άθροισµα των αισθητηριακών µερών της.

Φανταστείτε τον περιβόητο κύβο του Νέκερ:[2]

Necker Cube

Ένα δισδιάστατο σκαθάρι που έρπει στη σελίδα θα µπορούσε να καταµετρήσει τα ουσιώδη στοιχεία αυτού του σχήµατος: δώδεκα ευθείες γραµµές, που συναντιούνται σε ορθές, οξείες και αµβλείες γωνίες. Σωστά. Όµως ένα σκαθάρι από την Επιπεδοχώρα[3] δεν µπορεί να δει τα σκόρπια ανύσµατα που συνδυάζονται για να απεικονίσουν την τρίτη διάσταση, που υψώνονται κι εξέχουν από τη σελίδα για να επιστρέψουν πίσω σ’ αυτή. Καθώς ο εγκέφαλός µας έχει 3D καλωδίωση, αυτό που βλέπουµε εκτείνεται πέρα από µια ντουζίνα γραµµές – τόσο που δεν µπορούµε να πιέσουµε τον εαυτό µας να βλέπει µόνο µπαστουνάκια άνευ σηµασίας. Υποθέστε τώρα ότι το δισδιάστατο σκαθάρι είναι ερπετό και πείτε ότι οι γραµµές αντιπροσωπεύουν τις εσώτερες καταστάσεις άλλων οργανισµών. Τα ερπετά παραµένουν παγερά αδιάφορα στη µεταιχµιακή διάσταση. Η συναισθηµατικότητα ανεβάζει την εµπειρία της ζωής µας έξω από την ερπετοειδή Επιπεδοχώρα⋅ καθιστά την κατάσταση στα εσώψυχα ενός άλλου πλάσµατος σηµαντική.

Ένα παιδί γεννιέται µε τον εξοπλισµό των µεταιχµιακών αισθή­σεων, αλλά για να τον χρησιµοποιήσει επιδέξια χρειάζεται καθοδήγηση. Κάποιος πρέπει να οξύνει και να ρυθµίσει το σόναρ του⋅ κάποιος πρέπει να τον διδάξει πώς να αισθάνεται σωστά τον συναισθηµατικό κόσµο. Κι αυτό δεν πρέπει να µας εκπλήσσει: η εµπειρία είναι ένα απαραίτητο συστατικό για µια φυσιολογική αισ­θητηριακή ανάπτυξη των νεύρων. Ο εγκέφαλος ενός παιδιού δεν θα γεννήσει τον νευρωνικό µηχανισµό που απαιτείται για µια σε βάθος αντίληψη χωρίς εισροή πληροφοριών και από τα δύο µάτια. Τα µεταιχµιακά συστήµατα χρειάζονται επίσης εκπαίδευση στις σωστές εµπειρίες έτσι ώστε να φτάσουν στην ανώτατη δυναµική τους. Αυτές οι καθοδηγητικές εµπειρίες προέρχονται από έναν εναρµονισµένο ενήλικο. Αν η µητέρα µπορεί να αισθανθεί το παιδί της καλά –αν µπορεί να εναρµονιστεί µε την εσώτερη κατάστασή του που δεν εκφράζεται µε λέξεις και να ξέρει τι νιώθει–, τότε και αυτό θα αποκτήσει τη δεξιότητα να διαβάζει τον συναισθηµατικό κόσµο.

Ένα παιδί κάνει σταθερά χρήση του µεταιχµιακού του δεσµού για να προσαρµόζει τις εντυπώσεις του. Η ιστορία διαδραµατίζεται καµιά δεκαριά φορές κάθε καλοκαιριάτικο απόγευµα σ’ ένα πάρκο της περιοχής.  Ένας πιτσιρίκος παραπατάει στο γρασίδι µε µια αποφασιστικότητα που η αστάθειά του την καθιστά δονκιχοτική, µε την καλή έννοια. Αναπόφευκτα η βαρύτητα συµπληρώνει την απειρία⋅ ο µικρός τρεκλίζει και πέφτει. Μονοµιάς κοιτάζει το πρόσωπο της µητέρας: αν εκείνη δείξει ταραχή ή ανησυχία, ο µικρός βάζει τα κλάµατα, κι αν δείξει πως το διασκεδάζει, µπορεί να της χαµογελάσει, ακόµα και να της γελάσει. Εµπιστεύεται την αξιολόγηση που κάνει εκείνη για την πτώση του περισσότερο από τη δική του, κι αυτό το κάνει δικαιολογηµένα. Αυτός µπορεί να νιώσει τον πόνο του, την τροµάρα του και την απογοήτευσή του, αλλά δεν µπορεί να τα αξιολογήσει. Αν το πέσιµό του είναι αρκετά σηµαντικό ώστε να θεωρηθεί τραγικό, ή τόσο µικρό ώστε να είναι ασήµαντο, αυτό µπορεί να το αντιληφθεί. Όµως για όλα τα ενδιάµεσα στάδια, αφήνει τα συναισθήµατά του ανοιχτά στην ερµηνεία του έµπειρου. Μια µεταιχµιακά εναρµονισµένη µητέρα µπορεί να ξεχωρίσει ένα επικίνδυνο πέσιµο από ένα ανώδυνο. Όταν ένα παιδάκι νιώσει το φόβο της µητέρας του, η αγωνία του θεριεύει ή υποχωρεί εναρµονιζόµενη µε τη δική της. Κοιτάζει τη µητέρα του όπως ο χορδιστής του πιάνου ακούει τον ήχο του καθαρού ντο. Αφού συγκρίνει αυτό που νιώθει το ίδιο µε αυτό που εκδηλώνει η µητέρα του, η συναισθηµατική ερµηνεία του κόσµου που δίνει το παιδάκι προσεγγίζει περισσότερο τη δική της.

Η συναισθηµατική εµπειρία αρχίζει σαν παράγωγο⋅ το παιδάκι αποκτά την πρώτη γεύση των αισθηµάτων του από δεύτερο χέρι. Μόνο µέσω του µεταιχµιακού συντονισµού µε κάποιον άλλον µπορεί ν’ αρχίσει να µαθαίνει τον εσωτερικό του κόσµο. Τα λίγα πρώτα χρόνια του συντονισµού προετοιµάζουν αυτό το µουσικό όργανο για διά βίου χρήση. Μία από τις πιο σηµαντικές δουλειές ενός γονέα είναι να παραµένει εναρµονισµένος µε το παιδί του, επειδή αυτός θα κατευθύνει τα µάτια του παιδιού στον εσωτερικό και στον εξωτερικό κόσµο. Το παιδί δέχεται µε εµπιστοσύνη όλα τα ελαττώµατα που περιέχει η θεώρηση του γονέα.  Ένας γονέας που συνιστά ένα ανεπαρκές αντηχείο δεν µπορεί να µεταδώσει σαφήνεια. Η ανακρίβεια του γονέα θολώνει τη δική του εξελισσόµενη ακρίβεια στην ανάγνωση του συναισθηµατικού κόσµου. Αν δεν το διδάξει ή δεν µπορεί να το διδάξει, στην ενήλικη ζωή του θα είναι ανίκανο να αισθανθεί τον εσωτερικό κόσµο των άλλων ή τον ίδιο του τον εαυτό. Στερηµένος από τη µεταιχµιακή πυξίδα που προσανατολίζει έναν άνθρωπο στο εσωτερικό του τοπίο, θα περάσει µέσα από τη ζωή του χωρίς να την κατανοήσει.

Στην ταινία του Γούντυ Άλλεν ∆ιαλύοντας τον Χάρρυ, ένας ηθοποιός παθαίνει ένα ξαφνικό θόλωµα. Στην αρχή οι άνθρωποι του κινηµατογραφικού συνεργείου του πιστεύουν ότι έχει λερωθεί ο φακός τους, όµως καθαρίζουν την κάµερα και διαπιστώνουν ότι το περίγραµµα του ίδιου του ηθοποιού είναι µουντζουρωµένο. «∆εν ξέρω πώς να σου το πω αυτό, αλλά… νά, είσαι ανετάριστος», λέει ένας συνάδελφος στον καταρρακωµένο ηθοποιό. «Κοίτα, Μελ, θέλω να πας τώρα στο σπίτι σου και να ξεκουραστείς λίγο. ∆ες αν µπορείς να νετάρεις λιγάκι», τον συµβουλεύει ο σκηνοθέτης του. Στο σπίτι, τα πράγµατα δεν βελτιώνονται: «Μπαµπά, είσαι τελείως θολός!» λέει το παιδί του σαστισµένο.

Η ικανότητα του Άλλεν να συγκεκριµενοποιεί τις αφηρηµένες έννοιες της ανθρώπινης ύπαρξης, κάνοντάς τες ταυτόχρονα και άµεσες και γελοίες, βρίσκεται στο επίκεντρο του κωµικού του ταλέντου. Υπάρχουν θαµποί άνθρωποι, µας λέει στη σκηνή, άνθρωποι των οποίων ο εαυτός, όχι το σώµα, είναι οδυνηρά ακαθόριστος.  Ένας τέτοιος άνθρωπος ξεκινάει ψυχοθεραπεία, επειδή δεν ξέρει ποιος είναι. Για όσους γνωρίζουν, µια τέτοια άβολη κατάσταση φαντάζει εξωπραγµατική. Όµως ένα άτοµο δεν µπορεί να γνωρίσει τον εαυτό του αν δεν τον γνωρίσει κάποιος άλλος. Καταργήστε τον επιδέξιο µεταιχµιακό συντονισµό από τη ζωή ενός παιδιού κι αυτό θα αναπτύξει έναν ψυχισµό τόσο συγκεχυµένο, όσο και το θολό habitus, το σύνολο των προδιαθέσεων και της συµπεριφοράς, του ήρωα του Άλλεν. Αν ένας γονέας µισεί ενεργά ένα παιδί, αν ουσιαστικά το γνωρίσει µέσα από την τιµωρητική καθαρότητα της οργής του – αυτό το παιδί θα τα πάει καλύτερα από ένα που µαραζώνει στη θολή ατµόσφαιρα της συναισθηµατικής άγνοιας.

 

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ

Ένα µωρό ξεκινάει τη ζωή σαν µια ανοιχτή θηλιά. Το γάλα της µητέρας του το τρέφει και η µεταιχµιακή της επικοινωνία εξασφαλίζει το συγχρονισµό των ντελικάτων νευρωνικών του ρυθµών. Όσο µεγαλώνει ένα παιδί, η νευροφυσιολογία του εσωτερικεύει κάποιες ρυθµιστικές λειτουργίες. Ισορροπώντας από έξω προς τα µέσα, ο εγκέφαλός του µαθαίνει τη σταθερότητα.

Η µακροχρόνια απουσία του γονέα στερεί από το παιδί τη µεταιχµιακή ρύθµιση. Αν είναι πολύ µικρό, η απώλεια των γονέων του ανατρέπει τη φυσιολογία του. Οι παρατεταµένοι χωρισµοί µπορεί να αποβούν µοιραίοι για ένα ανώριµο νευρικό σύστηµα, καθώς οι ζωτικοί ρυθµοί της καρδιάς και της αναπνοής γίνονται χαοτικοί. Ο ξαφνικός θάνατος είναι τέσσερις φορές συχνότερος σε µωρά των οποίων η µητέρα έχει κατάθλιψη – επειδή χωρίς συναισθηµατική προστασία, τα βρέφη πεθαίνουν. Οι ρυθµοί της καρδιάς παιδιών µε ασφαλείς δεσµούς είναι πιο σταθεροί από των παιδιών που έχουν ασταθείς σχέσεις, όπως το αρκουδάκι που αναπνέει ρυθµίζει την αναπνοή των πρόωρων βρεφών. Ο συγχρονισµός µε τους γονείς (ή στην ανάγκη µε µια άλλη αξιόπιστη ρυθµική πηγή) γίνεται η δύναµη για τη φυσιολογική ανάπτυξη του µωρού.

Η σωστή ρύθµιση της συνάφειας είναι η βαθιά ικανοποιητική κατάσταση την οποία οι άνθρωποι αποζητούν αδιάκοπα στα ειδύλλια, στις θρησκείες και στις λατρείες⋅ στα ανδρόγυνα, στα κατοικίδια, στις οµάδες σόφτµπολ, στις ενώσεις µπόουλινγκ και σε χιλιάδες άλλες εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής που εµφορούνται από µια δίψα να διατηρούν εγγύτητα προς κάτι. Στην αρχή της ζωής, η µεταιχµιακή ρύθµιση δεν είναι απλώς ευχαρίστηση⋅ είναι και ουσιαστική εκπαίδευση επίσης. Καθώς η επισφαλής νευροφυσιολογία ενός µωρού υπόκειται στη σταθεροποιητική σαγηνευτική επίδραση της µητέρας του, πρώτα δανείζεται τη δική της ισορροπία και µετά την οικειοποιείται.  Ένα παιδί ζυγιάζει τη φυσιολογία του µε τον ίδιο τρόπο που εξοικειώνεται µ’ ένα ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες.  Ένας καλός γονέας το φέρνει στα ίσα του όταν πάει να γείρει⋅ διά της επανάληψης, ένα παιδί αφοµοιώνει την ικανότητα να διορθώνει τη στάση του. Χωρίς λόγια, έννοιες, ιδέες ή κατανόηση, τα στατικά και κινητικά συστήµατα του εγκεφάλου του µαθαίνουν να κάνουν αυτό που κάποτε έκανε ο γονέας που του παραστεκόταν.

Προτού το παιδάκι µπορέσει να πει «ποδήλατο» (πόσο µάλλον να κάνει ποδήλατο), διαµορφώνει τα συναισθήµατά του µέσω µιας εξωτερικής πηγής.  Ένα αναστατωµένο µωρό απλώνει τα χέρια προς τη µητέρα του, γιατί ένας εναρµονισµένος γονέας µπορεί να το ηρεµήσει⋅ εκείνο δεν µπορεί να ηρεµήσει µόνο του. Συνέπεια χιλιάδων τέτοιων αλληλεπιδράσεων είναι να µάθει ένα παιδί να ηρεµεί µόνο του. Η γνώση του, όπως όταν έµαθε να κρατάει σταθερό το ποδήλατο, είναι άδηλη – αθέατη, ανείπωτη, αναµφισβήτητη.

Το παιδί συναισθηµατικά ισορροπηµένων γονέων θα είναι ευπροσάρµοστο σε ήσσονες κλονισµούς της ζωής. Αυτοί που ξαστοχούν στην πράξη διαπιστώνουν ότι κατά την ενηλικίωση, το συναισθηµατικό τους έρεισµα σκαµπανεβάζει κάτω από τα πόδια τους σαν κατάστρωµα πλοίου σε θαλασσοταραχή.  Έχουν χωρίς προηγούµενο αντιδράσεις στην απώλεια των στηριγµάτων τους – χωρίς συµπαράσταση, ξαναπέφτουν σε τετριµµένες λύσεις. Το τέλος µιας σχέσης τότε δεν είναι απλώς οδυνηρό, αλλά ολότελα καταστροφικό.

Ένα γεγονός συνηθισµένο, όπως µια µετακόµιση σε µακρινό τόπο, µπορεί να αποκαλύψει αυτή την ευαισθησία. Σε λιγότερο χρόνο απ’ όσο χρειάζεται για να διαβάσει κανείς ένα καλό βιβλίο, ο µέσος άνθρωπος µπορεί να µεταφερθεί αρκετές χιλιάδες µίλια µακριά από όλους και από όλα όσα αγάπησε ποτέ. Ο µεταιχµια­κός εγκέφαλος καταγράφει την αποδιοργανωτική απώλεια των προσκολλήσεων σαν γενικευµένη νοσταλγία. Επιστολές και τηλεφωνήµατα είναι βάλσαµο στην πληγή, όµως είναι άνευ σηµασίας υποκατάστατα της ευρύτατης αισθητηριακής εµπειρίας εγγύτητας προς εκείνους που αγαπάτε. Για να στηρίξει µια ζωντανή σχέση, η µεταιχµιακή ρύθµιση απαιτεί τροφοδότηση αισθητηριακών δεδοµένων που να είναι πλούσια, ζωηρά και συχνά.

Οι περισσότεροι ψυχαναλυτές έχουν στην καριέρα τους τουλάχιστον ένα περιστατικό κάποιας ολέθριας µετακίνησης –ο φοιτητής που φεύγει για πρώτη φορά από το σπίτι, ο αποδέκτης µιας προαγωγής ή µετάθεσης σε µακρινό τόπο– του οποίου η φαινοµενικά καλή ψυχική υγεία κλονίζεται εντυπωσιακά κάτω από την πίεση της γεωγραφικής αλλαγής. Συχνά κανείς δεν εκπλήσσεται περισσότερο από αυτόν που υποφέρει, ο οποίος δεν είχε ιδέα για τη συναισθηµατική του αδυναµία και για τα υποστηρικτικά δίκτυα του περιβάλλοντος στο οποίο γεννήθηκε.

Η κοινωνία µας παραβλέπει την αποδυνάµωση της συναισθηµατικής ισορροπίας που προκύπτει από φθορά των προσκολλήσεων. Από το λυκαυγές των ειδών µέχρι πριν από λίγες εκατοντάδες χρόνια, τα περισσότερα ανθρώπινα πλάσµατα ζούσαν όλη τους τη ζωή σε µία ανθρώπινη κοινότητα. Το καθοριστικό µάθηµα του 20ού αιώνα είναι ότι οι απρόβλεπτες επιπλοκές είναι µακράν ο πλέον πιστός συνοδοιπόρος της τεχνολογικής προόδου. Οι εξυπηρετικοί µηχανισµοί που επιτρέπουν εκτεταµένη κινητικότητα είναι προβληµατικοί, επειδή η µεταιχµιακή ρύθµιση λειτουργεί αδύναµα από απόσταση.  Έχουµε τα µέσα να θεµελιώσουµε έναν περιπατητικό τρόπο ζωής, αλλά ποτέ δεν θα αποκτήσουµε την εξυπνάδα που απαιτεί.

 

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ Ν’ ΑΓΑΠΑΣ

Υποθέστε για µία στιγµή ότι ένας φίλος σάς ξεσηκώνει να πάτε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Το σκονισµένο υπόγειο ενός πύργου που βρισκόταν υπό ανακαίνιση, σας λέει, έφερε στο φως έναν καινούριο πίνακα, ο οποίος και εκτίθεται. Ο ζωγράφος είναι είτε ο Μανέ είτε ο Μονέ ή ενδεχοµένως και ο Ματίς – ο φίλος σας δεν µπορεί να θυµηθεί, καθώς το µυαλό του µπερδεύεται µε τους Γάλλους artistes και τα παρηχητικά τους επώνυµα από Μ. Ο πίνακας είναι κρεµασµένος χωρίς διαφωτιστική επιγραφή. Αν είστε εξοικειωµένοι µε το έργο των τριών καλλιτεχνών, µπορεί να νιώθετε τη σιγουριά ότι θα ήσασταν σε θέση να τους ξεχωρίσετε.

Πώς; Από το φωτεινό καθρέφτισµα της άδηλης µνήµης. Αν έχετε δει, ας πούµε, τα έργα του Ματίς, τότε έχετε πρόσβαση σ’ ένα πρότυπο που φέρει τα γενικά χαρακτηριστικά των πινάκων του.  Ένας κριτικός ή ειδικός ίσως να ήταν σε θέση να περιγράψει τα χαρακτηριστικά ταυτοποίησης: τη σύνθεση, το φωτισµό, τις αποχρώσεις, την υφή, την προοπτική, το θέµα, το χρώµα. Όµως η µάθηση από τα βιβλία είναι περιττή εδώ. Με τη βοήθεια των νευρωνικών αποτελεσµάτων της συνεχούς θέασης, αφοµοίωσης, µελέτης – κάποιοι πίνακες δίνουν την εντύπωση και την αίσθηση ότι είναι Ματίς. Άλλοι όχι. Χωρίς πτυχίο στην ιστορία της τέχνης, µπορείτε να ξεχωρίσετε έναν Ματίς όταν τον δείτε. Όσο περισσότερους δείτε, τόσο οξύνεται η διαίσθησή σας.

Έτσι συµβαίνει και µε τη συναισθηµατική γνώση. Τα πρώτα χρόνια της ζωής, καθώς ο εγκέφαλός του περνάει από την πλούσια στήριξη στο στενό καλούπι, το παιδί συνάγει πρότυπα από τις σχέσεις του. Προτού εµφανιστούν τα όποια ψήγµατα περιστασια­κής µνήµης από γεγονότα, αποθηκεύει µια εντύπωση του πώς είναι η αίσθηση της αγάπης. Η νευρωνική µνήµη συµπιέζει αυτές τις ιδιότητες σε λίγους ισχυρούς Ελκυστές – κάθε ξεχωριστή στιγµή είναι ανάλαφρη όσο ένα φτερό, αλλά η συσσωρευµένη εµπειρία αφήνει ένα βαθύ αποτύπωµα. Αυτή η συµπυκνωµένη γνώση ψιθυρίζει σ’ ένα παιδί κάτω από το πέπλο της συνείδησης, λέγοντάς του τι είναι οι σχέσεις, πώς λειτουργούν, τι να περιµένει, πώς να τις καθοδηγεί. Αν ένας γονέας τον αγαπάει µε τον πιο υγιή τρόπο, αν δηλαδή οι ανάγκες του είναι πάρα πολύ σηµαντικές, τα λάθη συγχωρούνται, η υποµονή αφθονεί και τα τραύµατα καταπραΰνονται όσο καλύτερα γίνεται, τότε έτσι ακριβώς θα φέρεται και αυτό στις σχέσεις του µε τον εαυτό του και µε τους άλλους. Η µη φυσιολογική αγάπη –όπου οι ανάγκες του δεν έχουν σηµασία ή όπου η αγάπη είναι ασφυκτική ή η αυτονοµία ανεπίτρεπτη– αφήνει άσβηστη τη µεταιχµιακή της σφραγίδα. Κι ύστερα η υγιής αγάπη γίνεται ακατανόητη.

Εστιάζουµε στο πώς ν’ αγαπάµε, εστιάζοντας συνάµα και στο ποιον αγαπάµε.  Ένα µωρό πασχίζει να εναρµονιστεί µε τους γονείς του, αλλά δεν µπορεί να κρίνει την καλοσύνη τους. Προσκολλάται σε όποιον είναι εκεί, µε την άνευ όρων εµµονή που εµείς ισχυριζόµαστε ότι απαιτούµε από κατοπινές προσκολλήσεις: στο καλό και στο κακό⋅ στα πλούτη και στη φτώχεια⋅ στην αρρώστια και στην υγεία. Η προσκόλληση δεν κάνει κριτική: το µωρό λατρεύει το πρόσωπο της µητέρας του και τρέχει σ’ εκείνη, είτε όµορφη είναι είτε άχαρη. Και προτιµά τα συναισθηµατικά πρότυπα της οικογένειας που γνωρίζει, ανεξάρτητα από τα αντικειµενικά της οφέλη. Σαν ενήλικος, η καρδιά του θα κλίνει προς αυτό το γενικό περίγραµµα. Όσο πιο καλά ταιριάζει ένας δυνητικός σύντροφος µε τα πρότυπά του, τόσο πιο πολύ θα έλκεται και θα µαγεύεται από αυτόν – τόσο πιο πολύ θα νιώθει ότι εδώ, επιτέλους, µε αυτό το άτοµο, κάπου ανήκει.

Η προσκόλληση δίνει αξία στο πλεονέκτηµα της εξοικείωσης.  Ένα γκόλντεν ριτρίβερ σκιρτάει από χαρά µόνο για το αφεντικό του. Είναι καλοπροαίρετα και απελπιστικά αδιάφορο προς τον περαστικό, ο οποίος µπορεί να είναι πιο ευγενικός, πιο πρόθυµος για περιπάτους, πιο γρήγορος µε τα κεράσµατα – δεν τον αξιολογεί, δεν µπορεί να το κάνει. Όλοι βρίσκονται στο ίδιο µεταιχµιακό καράβι όπως κι εκείνα τα υποµονετικά, γεµάτα προσµονή σκυλιά.

Οι περισσότεροι άνθρωποι δέχονται χωρίς δυσκολία τα νευρωνικά θαύµατα της ακρίβειας που κρύβει µια όραση 10/10 ή µια τέλεια βολή. Κάποιοι όµως διστάζουν να πιστέψουν ότι ένας άνθρωπος µπορεί να σαρώσει µε το βλέµµα ένα πλήθος και να ξεχωρίσει τα πιο µύχια στοιχεία στην καρδιά ενός αγνώστου µέσα σ’ αυτό. Μπορεί κάποιος να παρατηρήσει µια συντροφιά και να διαισθανθεί ποιος έχει οξύθυµο χαρακτήρα ή µητέρα αλκοολική, ποιος ονειρεύεται τις νύχτες πώς να εκδικηθεί τον πατέρα του που τον εγκατέλειψε; Κοιτάξτε τις σχέσεις γύρω σας και κρίνετε από µόνοι σας. Οι άνθρωποι στοχεύουν σε συντρόφους που εναρµονίζονται µε το µυαλό τους και αυτό το κάνουν µε την ταχύτητα και την ακρίβεια τις οποίες τα εξυπνότερα «έξυπνα» όπλα µας δεν είναι αρκετά ευφυή για να ζηλέψουν.

Μια σχέση που ξεφεύγει από το πρότυπο κάποιου ισοδυναµεί µεταιχµιακά µε αποµόνωση. Η µοναξιά ξεπερνάει τον µεγαλύτερο πόνο. Αυτά τα δύο δεδοµένα συνωµοτούν και σκαρώνουν ένα από τα συνήθη και εξαρχής δύσκολα καπρίτσια της αγάπης: οι περισσότεροι άνθρωποι θα επιλέξουν τη δυστυχία µ’ ένα σύντροφο τον οποίο αναγνωρίζει ο µεταιχµιακός τους εγκέφαλος, παρά την τελµατωµένη απόλαυση µιας «ευχάριστης» σχέσης µε κάποιον που οι µηχανισµοί προσκόλλησής τους δεν µπορούν να αναγνωρίσουν. Σκεφτείτε τον νεαρό άντρα που περιγράφεται στο τελευταίο κεφάλαιο να παλεύει µε την, αναζωπυρωµένη σήµερα, πολύ παλιά αγάπη του για την παράφορη, επικριτική του µητέρα. Σαν ενήλικος, αντιµετωπίζει ένα δυαδικό σύµπαν. Αν συνδεθεί µε µια γυναίκα, εκείνη αποδεικνύεται πως είναι ο νεότερος κλώνος της µητέρας του. Αντίθετα µια στοργική γυναίκα που τον στηρίζει τον αφήνει απελπιστικά κενό από αισθήµατα – χωρίς φλόγα, χωρίς χηµεία και πυροτεχνήµατα.

Πολλοί άνθρωποι µπορούν να αναφέρουν την ερωτική ιστορία που νοµίζουν πως έχουν κατά νου: ένα αγόρι γνωρίζει ένα κορίτσι (και κάθε παραλλαγή αυτού), ερωτεύονται και ζουν αυτοί καλά κι εµείς καλύτερα. Όµως αυτή η ιστορία κινείται στις αιθέριες περιοχές του φλοιού, ο οποίος σκαρώνει τα σενάριά του χρησιµοποιώ­ντας τη φαντασία, τη λογική και τη θέληση. Στις παλαιότερες, βαθύτερες και σποραδικά σκοτεινότερες δοµές του µεταιχµιακού εγκεφάλου, ένα διαφορετικό τρίο συνεργάζεται: η προσκόλληση, η άδηλη µνήµη και οι ισχυροί Ελκυστές. Εκεί µπορεί κανείς να διαβάσει ιστορίες αγάπης, όπως για παράδειγµα: ένα αγόρι γνωρίζει ένα κορίτσι, το οποίο (καθώς του θυµίζει τη µητέρα του) είναι απαιτητικό και του πνίγει την ανεξαρτησία⋅ χρόνια πολεµούν σκληρά και δυσφορούν ο ένας µε τον άλλον, κάθε µέρα και πιο πολύ. Κάποιοι άνθρωποι κουβαλούν αυτή την ιστορία στην καρδιά τους και, είτε βρουν ηθοποιό για το ρόλο είτε όχι, το έργο µόνο σε θλίψη καταλήγει.

Οι µεταιχµιακοί Ελκυστές που σχηµατίζονται στην παιδική ηλικία µπορεί να είναι πολλαπλοί. Μια µοναδική σχέση ή ένα σπιτικό µπορεί να δηµιουργήσει τόσο πολλούς Ελκυστές όσα και τα προβλέψιµα µαθήµατα που περιλαµβάνει.  Έτσι ένα παιδί µπορεί να σχηµατίσει Ελκυστές µε επιρροή από σχέσεις όχι απλώς µε µητέρα και πατέρα, αλλά και µε αδέλφια, νταντάδες, ακόµα και µε την οικογένεια σαν σύνολο. Σ’ ένα σπίτι µε δέκα παιδιά, για παράδειγµα, το καθένα µπορεί να βγάλει µια δική του εκδοχή της αλήθειας, ότι δεν κυκλοφορεί αρκετή αγάπη στον κόσµο, ότι πρέπει να παλεύεις άγρια και ακατάπαυστα, και πάλι η καρδιά σου να νιώθει διψασµένη. Μια στήλη εφηµερίδας µε συµβουλές για γονείς πρόσφατα υποστήριζε να αφήνουµε τα µεγαλύτερα και τα µικρότερα παιδιά να λύνουν τις διαφορές τους χωρίς γονική παρέµβαση, έτσι ώστε να µάθουν τι κάνουν οι άνθρωποι στον πραγµατικό κόσµο. Τα παιδιά στα άτυχα σπιτικά όπου οι γονείς εφαρµόζουν αυτή την πολύτιµη συµβουλή, αναµφισβήτητα θα κατασταλάξουν στο αιώνιο µάθηµα των οικοτροφείων χωρίς επίβλεψη ή των παιδότοπων: η δικαιοσύνη είναι αδύναµη⋅ ο παλικαρισµός και ο εκφοβισµός θριαµβεύουν.

Οι συνέπειες που προέρχονται από πρώιµα µεταιχµιακά µαθήµατα περιέχουν µια τελική περιπλοκή: η συναισθηµατική πραγµατικότητα (ή η ψευδαίσθησή της) είναι συνεργατική. Επιστρέφοντας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, περιεργάζεστε τον πίνακα που θυµίζει Ματίς. Ο φίλος σας που δεν θυµόταν προηγουµένως, χτυπάει τα δάχτυλά του και λέει πως θυµάται ότι άκουσε πως ο ζωγράφος είναι ο Μανέ. Καθώς στέκεται δίπλα σας, ακτινοβολώντας σιγουριά για τον Μανέ, ο ίδιος ο πίνακας αρχίζει ν’ αλλάζει µπροστά στα µάτια σας. Οι χρωστικές σβήνουν και οξειδώνονται, οι γραµµές θολώνουν και ξανασχηµατίζονται, και το έργο, αν όχι πρότυπο έργο του Μανέ, τώρα αναµφισβήτητα είναι πιο Μανέ από πριν.

Η οπτική πραγµατικότητα είναι ελαφρά τρωτή σε παρεµβάσεις άλλων και η µεταιχµιακή πραγµατικότητα πολύ περισσότερο. Όπως ξέρουν όλα τα παιδιά, αν κάποιος περάσει ένα µαγνήτη πάνω από µια χούφτα άµµο, χιλιάδες απειροελάχιστα σωµατίδια –από σίδερο– ευαίσθητα στο µαγνητισµό πηδούν προς το µαγνήτη, ενώ οι κρύσταλλοι πυριτικού άλατος παραµένουν αµετακίνητοι. Ο µεταιχµιακός εγκέφαλος είναι ένας συναισθηµατικός µαγνήτης. Οι Ελκυστές ενεργοποιούν συµβατές πλευρές συνάφειας και συναισθηµατικότητας σε κάποιους κόκκους, αφήνοντας αδρανείς τους άλλους, τους ασύµβατους. Όλοι έχουµε µέσα µας ένα πεδίο συναισθηµατικής δύναµης που δρα στους ανθρώπους που αγαπάµε, ανακαλώντας τα χαρακτηριστικά των σχέσεων που γνωρίζουµε καλύτερα. Το µυαλό µας έλκεται µε τη σειρά του από τους συναισθηµατικούς µαγνήτες όσων βρίσκονται κοντά µας, µετατρέποντας οποιοδήποτε τοπίο τυχαίνει να κοιτάζουµε και ζωγραφίζοντάς το µε τα χρώµατα και την υφή που αυτό βλέπει.

Ο νεαρός άντρας που έχει αδυναµία σε φιλόψογους συντρόφους είναι σε ακόµα πιο δύσκολη θέση απ’ όσο νοµίζει. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να παλέψει µε τον νοητικό µηχανισµό που τον οδηγεί µε ανεξήγητη ακρίβεια προς µία γυναίκα που η ίδια είναι επικριτική. ∆εύτερο, η δική του παρουσία θα µεγεθύνει οποιεσδήποτε υπονοµευτικές τάσεις µπορεί να διαθέτει το ερωτικό του ταίρι. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για εκείνη: έχει διαλέξει τον άντρα της επειδή ταιριάζει µε έναν από τους Ελκυστές της, και η ίδια θα ενισχύσει τις αρετές και τα ελαττώµατα που ταιριάζουν σ’ αυτούς.

 

ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΤΕ…

Μετά τα τρυφερά χρόνια, τότε που διαπλάθονται πρότυπα και Ελκυστές, η συναισθηµατική µάθηση δεν σταµατάει, ωστόσο επιβραδύνεται. Η παιδική ηλικία σµιλεύει τα πρότυπά της σε εύκαµπτα νευρωνικά δίκτυα, ενώ η κατοπινή εµπειρία ασκεί µια πιο αδύναµη επίδραση στο αναπτυσσόµενο άτοµο. Γιατί να συµβαίνει αυτό; Στη θεωρία, η ίδια µάθηση που τόσο επιδρά στη διάπλαση του συναισθηµατικού πυρήνα του ανθρώπου θα µπορούσε να λάβει χώρα και σε κατοπινό στάδιο της ζωής. Όµως συχνά η µόνη συναισθηµατική µάθηση που διαπιστώνει κανείς µετά την παιδική ηλικία είναι η ενδυνάµωση των υπαρχόντων θεµελιωδών στοιχείων.

∆υστυχώς, η βιολογία και τα µαθηµατικά του εγκεφάλου αντιστρατεύονται και τα δύο τη συναισθηµατική µάθηση µετά την ενηλικίωση. Η ευελιξία του εγκεφάλου –η ετοιµότητα των νευρώνων να δηµιουργούν καινούριες συνδέσεις και να κωδικοποιούν νέα γνώση– φθίνει µετά την εφηβεία. Και η µάθηση αργότερα στη ζωή είναι αποφασιστικά µη ευνοϊκή στο πλαίσιο ενός νευρωνικού δικτύου. Νέα µαθήµατα πρέπει να δίνουν σκληρή µάχη ενάντια σε ήδη ριζωµένα πρότυπα, επειδή οι υπάρχοντες Ελκυστές µπορούν εύκολα να υπερισχύσουν και να απορροφήσουν σχετικά νέες δοµές. Η φύση της νευροπραγµατικότητας φροντίζει να αφαιρεί την αµφισηµία από την πραγµατικότητα και να απεικονίζει ευρέως αυτό που έχουµε ήδη δει. Κι έτσι, µε τα δικά του όπλα, ένα παιδάκι που γνώρισε και αγάπησε έναν πλανερό, εγωιστή ή ζηλιάρη γονέα συχνά δεν µαθαίνει ν’ αγαπάει διαφορετικά σε ηλικία είκοσι, σαράντα ή εξήντα χρόνων.

Κάθε παιδί αποθηκεύει τους Ελκυστές του και ζει την ενήλικη ζωή του σ’ ένα σκηνικό, δηµιούργηµα των νευρώνων. Αν οι Ελκυστές του το παραπλανήσουν, υπάρχει πουθενά διέξοδος; Μπορεί να καταφέρει να γλιτώσει την παγίδα να βλέπει αυτό που έβλεπε πάντα και να κάνει αυτό που έκανε πάντα; Από τη στιγµή που η συναισθηµατική µάθηση πήγε στραβά, µπορεί να ξανάρθει στον ίσιο δρόµο;

Παρά τη µακροβιότητα των Ελκυστών και τη µείωση της νευρωνικής ευλυγισίας, ο συναισθηµατικός νους µπορεί να αλλάξει στην ενηλικίωση. Τα παλαιά πρότυπα επιδέχονται αναθεώρηση, παρότι δεν είναι εύκολη δουλειά. Μπορεί να νοµίζετε πως σε αυτό το σύντοµο κεφάλαιο έχουµε αντιµετωπίσει απαξιωτικά τη συναισθηµατική µάθηση σε κατοπινά στάδια, όµως το θέµα είναι τόσο κοντά στην καρδιά µας, που δικαιούται ένα κεφάλαιο από µόνο του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Πίνακας με σύμβολα και γράμματα που χρησιμοποιείται στον πνευματισμό κατά την επίκληση των νεκρών προκειμένου να συνομιλήσουν με τους ζωντανούς. (Σ.τ.Μ.)

2. Από τον Louis Albert Necker (1786-1861), κρυσταλλογράφο και γεωγράφο. (Σ.τ.Μ.)

3. Flatland: A Romance of Many Dimensions: σατιρικό µυθιστόρηµα γραµµένο το 1884 από τον Άγγλο δάσκαλο Edwin Abbott Abbott, ο οποίος χρησιµοποιώντας τον δισδιάστατο κόσµο της Επιπεδοχώρας θέλησε να διδάξει την παρατήρηση των διαστάσεων, των σχηµάτων και των όγκων. Το έργο του έγινε κλασικό. (Σ.τ.Μ.)

Th. Lewis, F. Amini, R . Lannon,
Μια γενική θεωρία της αγάπης

Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, 2013
Σύμβουλος έκδοσης: Αλέξης Πφάου
 
ISBN 978-960-504-053-6
Σελ. 360, Σχήμα: 14,2x21εκ.
 

ΕΞΩΦΥΛΛΟ (JPEG, υψηλή ανάλυση)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΣΕ PDF

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

1. ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΡ∆ΙΑΣ
Η επιστήµη συµπαρατάσσεται στην αναζήτηση της αγάπης

2. ΓΑΤΕΣ, ΓΑΤΙΑ, ΣΑΚΙΑ ΚΑΙ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ
Πώς η βασική δοµή του εγκεφάλου θέτει προβλήµατα στην αγάπη

3. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΗ∆Η
Πώς νιώθουµε τον εσωτερικό κόσµο µιας άλλης καρδιάς

4. ΜΙΑ ΠΙΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Πώς οι σχέσεις διαποτίζουν το σώµα, το µυαλό και την ψυχή του ανθρώπου

5. Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ
Πώς η µνήµη αποθηκεύει και διαπλάθει την αγάπη

6. ΜΙΑ ΚΑΜΠΗ ΤΟΥ ∆ΡΟΜΟΥ
Πώς η αγάπη αλλάζει αυτό που είµαστε και αυτό που µπορούµε να γίνουµε

7. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Πώς η αγάπη διαµορφώνει, καθοδηγεί και αλλάζει τον συναισθηµατικό νου ενός παιδιού

8. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Τι µπορεί να γίνει για να θεραπευτούν οι καρδιές που ξεστράτισαν

9. ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΙΣΚΙΟΥΣ
Πώς µας τυφλώνει η κουλτούρα και δεν βλέπουµε τους δρόµους της αγάπης

10. Η ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΡΤΑ
Τι κρύβει το µέλλον για τα µυστήρια της αγάπης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ