Ο γιατρός συνιστά DAVID BOWIE
Pascale Ferroul, μτφρ. Μαριλένα Καρρά
Είµαι ένας στιγµιαίος σταρ: προσθέστε λίγο νερό και πιείτε µε. – DAVID BOWIE [1]
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Όταν ανακάλυψα τον Μπόουι, ξεκρέµασα όλους τους πίνακες που δεν ταίριαζαν µε τα τραγούδια του. Άλλαξε όλη µου η ζωή. Εγκατέλειψα την υπεραγορά Auchan για να αποκτήσω δική µου µουσική παιδεία. Έγινα η τραγουδίστρια του συγκροτήµατος (αφού πρώτα δοκίµασα τα ντραµς).
…
Αν βάλεις µία κασέτα του Ντέιβιντ Μπόουι, απαγορεύεται να κάνεις κάτι άλλο. Θα ήταν προσβλητικό (γι’ αυτόν, για όλους τους ανθρώπους σαν κι αυτόν). Αποκλείεται να τσιµπολογάς ταυτόχρονα, να πλέκεις ή να απαντάς στο τηλέφωνο.
…
Επιπλέον, ο Ντέιβιντ είναι ο µόνος καλλιτέχνης που δεν γελοιοποιείται όταν τον ξαναπερνούν στα masters.
…
Τραγουδάει, ακόµα κι όταν δεν τραγουδάει. Μιλάει µεταξύ των κοµµατιών, και η παλλόµενη φωνή του δονείται στ’ αλήθεια.
…
Είναι η δέκατη φορά που ακούω την ίδια ηχογράφηση χωρίς να καταφέρω να αντιληφθώ πού έκανα λάθος.
Ορισµένα άτοµα, που τα τρέλανε η ζωή, αποφάσισαν να αποτρελαθούν: θέλουν να θεραπεύουν τους τρελούς. Υπερβάλλω… Ως φοιτήτρια, είχα αληθινή κλίση. Έγινα ταυτόχρονα δεκτή ως ειδικευόµενη σε κάποιο νοσοκοµείο τόσο της νότιας όσο και της βόρειας Γαλλίας, και δεν είχα παρά να διαλέξω. Αλλά γιατί διάλεξα τη βόρεια;
Ευτυχώς, µετά το διδακτορικό µου, διορίστηκα σε αυτή τη θέση, στη νότια Γαλλία. Θυµάµαι ακόµα το πρώτο πρωί όπου, ξεπροβάλλοντας µέσα από µια νύχτα που την πέρασα ταξιδεύοντας, κατρακύλησα στο χέρσο χωράφι, κάτω από έναν µαγικό ήλιο. Είχα αφήσει τον αυτοκινητόδροµο για να πιω καφέ σε ένα χωριό, έναν καφέ που τον είχαν σερβίρει µέσα σε ένα µικρό ποτήρι. Οι άνθρωποι έλεγαν ότι θα πήγαιναν να κολυµπήσουν στο ποτάµι. Κι εγώ σκέφτηκα: για κοίτα, µόλις ανακάλυψα έναν νέο πλανήτη.
Σήµερα, πού έχει πάει η αισιοδοξία µου; Ιδού ένα ενδεικτικό σηµείο: µαθαίνω ότι µια αµερικανική εταιρία θέλει να βοηθήσει τα παιδιά που έχουν προσβληθεί από ανίατες ασθένειες να πραγµατοποιήσουν τα πιο τρελά όνειρά τους, και σκέφτοµαι: «∆εν έχουν µάθει λοιπόν σε αυτά τα παιδιά την αξία της παραίτησης;»
Η αλήθεια είναι ότι η κλινική σταδιοδροµία µου µοιάζει µε κεκλιµένο επίπεδο: όλοι οι άλλοι στην κορυφή, και εγώ καταγής (διότι δεν υπάρχει υπό τη γη). ∆εν άδραξα ποτέ τις ευκαιρίες για προαγωγή, δεν αναζήτησα ποτέ χρήσιµα στηρίγµατα. Σήµερα φοβάµαι ότι η πίστη µου έχει ατονήσει, έχει εκπνεύσει ήσυχα, σαν διαβατήριο στο βάθος ενός συρταριού.
Όταν παραιτείται κάποιος από την καριέρα του, το κάνει συχνά προς όφελος της ιδιωτικής του ζωής. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωσή µου. ∆ιέγραψα τον έρωτα από τα σχέδιά µου. Ο έρωτας είναι ένα γελοίο συναίσθηµα, το οποίο ξεπερνά όλα τα άλλα γελοία συναισθήµατα. Μερικές φορές νιώθω τις αναθυµιάσεις του. Τότε πέφτω σε περισυλλογή και σταµατώ να αναπνέω.
Για πολύ καιρό είχα πιστέψει ότι, όταν ζει κάποιος χωρίς έρωτα, είναι σαν να ζει πέρα από τις δυνατότητές του. Όµως ο έρωτας δεν είναι µία δυνατότητα. Είναι όλα ή τίποτα. Κι επιπλέον είναι ένας τοµέας στον οποίο δεν έχω κάνει καµία πρόοδο. Αυτό που έχω ήδη καταλάβει δεν µε βοηθά να κατανοήσω εκείνο που ακόµα δεν έχω καταλάβει. Σε µια ηλικία όπου όλες οι ελπίδες που έχω επενδύσει θα έπρεπε να µου αποφέρουν σεβαστά κέρδη, εγώ είµαι πιο άπορη παρά ποτέ.
Ξέρω γιατί συνεχίζω: απλώς διότι, πάνω στη γη, κάθε ώρα που ζούµε τη χρωστάµε. ∆ιότι οι αποφάσεις της µίας µέρας αποτελούν δέσµευση για την επόµενη.
Βάζω ένα ποτήρι κρασί. Ακούω τους θορύβους της νύχτας και κρατώ την αναπνοή µου. ∆εν ήξερα, δεν µπορούσα να ξέρω… Είναι µία αιτία όπως όλες οι άλλες (όχι όπως µία άλλη αιτία, αλλά µία άλλη µελωδία, µία άλλη ανοησία).
Έχω ήδη βιώσει όλα τα είδη αϋπνίας: αγχώδεις, ερωτικές, µητρικές (θηλασµός), µητρικές (εφιάλτες), µητρικές (πυρετός). Αλλά αυτήν εδώ τη δοκιµάζω για πρώτη φορά: δεν κοιµάµαι επειδή κοιµήθηκα αρκετά την προηγούµενη νύχτα… κι επίσης επειδή θέλω να επαναλάβω µπροστά στον καθρέφτη αυτά που θα πω στο πειθαρχικό συµβούλιο.
– Μπορεί να µην έχω να προσθέσω τίποτε άλλο. Μπορεί να έχω να προσθέσω δέκα φορές περισσότερα.
Αν κατορθώσω να τους δώσω να καταλάβουν ότι κάναµε αυτή την παράκαµψη µέσω του Ντέιβιντ Μπόουι για θεραπευτικούς λόγους, για να µιλήσουµε για τις ζωές µας (για εκείνα που έχουν µεγάλη σηµασία σε αυτές, καθώς και για εκείνα που είναι τελείως ασήµαντα), τότε θα έχω κερδίσει µερικούς πόντους. ∆εν θα είµαι λιγότερο υπεύθυνη γι’ αυτό που συνέβη, αλλά θα νιώσω λιγότερο µόνη.
Θυµάµαι τις εκµυστηρεύσεις του Ετιέν: Αυτό που µου αρέσει στον Μπόουι είναι ότι δεν έχει καµία σχέση µε το σχολείο. Σηµειώνουµε πρόοδο στα αγγλικά και στην ποίηση, αλλά ούτε καν το καταλαβαίνουµε.
Έχω, άραγε, στ’ αλήθεια µία πιθανότητα να πείσω το συµβούλιο µε τα σχόλια των ασθενών; Όπως και να ’χει, πρόκειται για φόνο. Φόνο… Η δικηγόρος που θα παρίσταται ως συνήγορός µου µοιάζει κάπως παρωχηµένη.
Αναπνέω µε δυσκολία. ∆ηµιουργώ αυτοστιγµεί ένα µικρό ρεύµα αέρα. Θα έλεγε κανείς ότι την ώρα της νύχτας που θα έπρεπε να κάνει τη λιγότερη ζέστη, εκείνη ακριβώς την ώρα κάνει την περισσότερη. Περπατώ γυµνή µέσα στο σπίτι, αλλά ούτε καν αυτό είναι αρκετό. Τι άλλο µπορώ να βγάλω;
Απόψε, ο εξάχρονος γιος µου µού ανήγγειλε σοβαρά:
– Τα κουνούπια θα τσιµπήσουν τις ρώγες σου, έτσι όµορφες που είναι.
Μεγαλώνω µόνη τον Βικτόρ, και δεν βλέπω πώς θα µπορούσα να αντεπεξέλθω στις ανάγκες, αν το νοσοκοµείο έπαιρνε ριζικά πειθαρχικά µέτρα. Κι όµως, το ξέρω, έχω λίγες πιθανότητες να υποστώ µια απλή επίπληξη.
Επέλεξα πολύ µικρή την ψυχιατρική, η οποία έµοιαζε η λιγότερο αιµατηρή ειδικότητα. Πεθαίνω στα γέλια όταν το σκέφτοµαι… Αγωνιζόµουν για να τα βγάλω πέρα, πλήρωνα τις σπουδές µου συµµετέχοντας σε τηλεοπτικά παιχνίδια. Κανείς δεν µε πιστεύει όταν το λέω, κι όµως είναι αλήθεια. Σήµερα η τηλεόραση βρίσκεται µπροστά στην πόρτα µου, αλλά όχι πια για να παίξουµε. Πρέπει να λογοδοτήσω, χωρίς να αποφύγω τις ευθύνες µου.
Έχω µία ιδέα για το ξεκίνηµα του λόγου µου. Εφόσον δεν είχα καµία υποστήριξη από τους συναδέλφους µου, θα µπορούσα να αρχίσω µε µια φράση όπως:
– Ορισµένα πράγµατα µπορούν να εµφανίζονται εις διπλούν (όπως το Μαρτίνι, το ντε-σεβό[2]), άλλα εις τριπλούν (όπως ο ανόητος, η οδοντιατρική γέφυρα). Εγώ είµαι µόνη. Παρουσιάζοµαι ενώπιόν σας µόνη.
Εκείνο που έχει µεγάλο ενδιαφέρον είναι να τριγυρίζει κανείς, χωρίς µάρτυρες, µέσα στην άγρια νύχτα: µπορεί να βγαίνει από την πορεία του, να αναποδογυρίζει ανεξέλεγκτα µε το αυτοκίνητο, και κανείς να µην του επιβάλλει κυρώσεις… Τώρα όµως πρέπει να περάσω σε σοβαρά πράγµατα. Ενώπιον των συναδέλφων µου και των εκπροσώπων της διοίκησης, θα πρέπει να αναφέρω συγκεκριµένα γεγονότα, και όχι ψυχικές καταστάσεις.
Στοιχειοθετώ λοιπόν έναν ανεδαφικό φάκελο, και τα χαράµατα τηλεφωνώ στη φίλη µου Σελίν για να της διαβάσω τις βασικές γραµµές της υπεράσπισής µου και να δω την αντίδρασή της. Εκείνη γελάει:
– Μπόουι, ο πρώτος δίσκος που αγόρασα δι’ αλληλογραφίας.
∆εν κατάλαβε τίποτα.
– Μα όχι, ο Μπόουι δεν έχει καµία σχέση µε όλα αυτά.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
∆εν πρέπει να είναι ούτε πολύ καλό, για να µην επισκιάσει τον Ντέιβιντ Μπόουι που εµφανίζεται στο δεύτερο µέρος, ούτε πολύ κακό, για να είναι ισάξιό του.
α1 / ΒΡΑΧΥΚΥΚΛΩΜΑΤΑ
Εν αρχή ην ο Λόγος. Τα υπόλοιπα ακολούθησαν:
– Θα σε σκοτώσω! έσκουξε ο Μάρτιν, όταν νόµισε ότι ο Ρισάρ το είχε πληρώσει µε το βιβλιάριο επιταγών του (του το κλέβει τρεις φορές την εβδοµάδα).
Αναζωογονητικά κύµατα θυµού τέντωναν τα σώµατα καθώς κατευθύνονταν προς την έξοδο, αλλά σήκωσα το χέρι για να ηρεµήσω το παιχνίδι. Κλασική απάντηση του Ρισάρ: «Εγώ δεν φταίω σε τίποτα» (µε το αντίστοιχο περίλυπο χαµογελάκι).
Ο Μάρτιν γράφει. Η γραφή του αξίζει τον κόπο (στην πραγµατικότητα, όχι, δεν αξίζει τον κόπο, αλλά αυτό υποστηρίζουµε µπροστά στον Ρισάρ, του οποίου τα χτυπήµατα κάτω από τη µέση αρχίζουν να µας κουράζουν).
Θυµάµαι την πρώτη του επίσκεψη στο ιατρείο. Οι γονείς του Μάρτιν είχαν αποφασίσει να τον φέρουν στο νοσοκοµείο. Ο Μάρτιν είχε σκύψει για να µου πει χαµηλόφωνα:
– ∆εν είναι αυτοί οι πραγµατικοί µου γονείς. Ο πατέρας µου είναι ο Τζόνι Ντεπ και η µητέρα µου, η Σάρον Στόουν.
Πίσω του, οι γάλλοι γονείς, που ήταν καθηγητές πανεπιστηµίου, µε κοίταζαν εξεταστικά µε θλιµµένα, σουφρωµένα µάτια. Στα τριάντα του, ο γιος τους εξακολουθούσε να µένει µαζί τους. Το παραλήρηµά του σχετικά µε την εξ αίµατος συγγένεια ήταν µόνον ένα σύµπτωµα ανάµεσα σε δεκάδες άλλα. Στο σχολείο ήταν λαµπρός µαθητής, πριν αρχίσει η κατρακύλα του, την οποία αντιµετώπιζε µε την ίδια επιµέλεια, µε την ίδια επιµονή.
Τη δεύτερη φορά που ήρθε στο γραφείο µου, ο Μάρτιν στάθηκε στον ηµιώροφο και µου είπε:
– Γιατρέ, µη γυρίσετε, βλέπω ποντίκια πίσω σας.
Του απάντησα υποµονετικά:
– Μα βέβαια, µα βέβαια…
Γύρισα, ωστόσο, µηχανικά. Πρόλαβα να δω δύο ποντικούς να το βάζουν στα πόδια. Σε αυτή την περίπτωση, σκέφτεται κάποιος: µήπως έχω µπει στον κόσµο του; Ο συγχρωτισµός µε άτοµα πνευµατικά διαταραγµένα µήπως µε έχει κάνει να µεταπηδήσω στην παράνοια;
Την τρίτη φορά που συνάντησα τον Μάρτιν, κατάφερα να πείσω τους γονείς του να µείνει µαζί µας. Λέω Μάρτιν, αλλά αυτό είναι ένα προσωνύµιο που ο ίδιος ο ασθενής µου έδωσε στον εαυτό του προς τιµήν του αγαπηµένου του συγγραφέα, Μάρτιν Έιµις. Στα σηµειωµατάριά του έχει αντιγράψει όλο το έργο του βρετανού συγγραφέα, ταξινοµώντας το σε µεγάλες θεµατικές ενότητες: «Ο Μάρτιν Έιµις και τα βελάκια του», «Ο Μάρτιν Έιµις και οι γυναίκες», «Ο Μάρτιν Έιµις και οι πονόδοντοι»… Ύστερα άρχισε να προσθέτει τα δικά του σχόλια: κεφάλαιο Ι: «Λαϊκά παίγνια και αστικά παίγνια στο έργο του Μ.Έ.», κεφάλαιο ΙΙ: «Η θέση του χρήµατος στα µυθιστορήµατά του που αναφέρονται λιγότερο σε αυτό»… Και τέλος, ο Μάρτιν µας απέκτησε την αυτονοµία του και έγραψε τις δικές του ιστορίες, ορισµένα αρκετά σύντοµα διηγήµατα. Τα έδειξε στα µέλη της νοσηλευτικής οµάδας. Εκείνοι που τα διάβασαν είπαν ανακουφισµένοι: δεν είναι καν κακά.
Με το δίκτυο αναγνωστών που διέθετε στο ίδρυµα, ο Μάρτιν έγινε γρήγορα ο διασηµότερος από τους άγνωστους συγγραφείς. Όπως είναι φυσικό, ο Ρισάρ ζηλεύει.
∆ιέκοψα τη λογοµαχία, διοργανώνοντας µια συζήτηση εκ περιτροπής. Πρόκειται για µία µαγνητοταινία που ηχογραφήθηκε µε τον κωδικό WZ 234 και µε ηµεροµηνία 14 Μαΐου 2002.
– Ο κανόνας είναι ο εξής: «Καθένας εκφράζεται διαδοχικά, λαµβάνοντας υπόψη αυτά που έχει πει ο προηγούµενος». Ποιος θέλει να ξεκινήσει;
…
– ∆εν φανταζόµουν ότι µια µέρα θα ήµουν πιο γριά από τον Κολόµβο.
– Ευχαριστώ, Πάολα.
Το εκτίµησα διότι η Πάολα κι εγώ έχουµε την ίδια ηλικία, είµαστε σαράντα χρονών. Συγγνώµη: θα έπρεπε να πω «εγώ και η Πάολα». Θα έπρεπε να αντιστρέφουµε τη σειρά προβαδίσµατος όταν µιλάµε για ηλικία και η ηλικία αυτή είναι προχωρηµένη· είναι λιγότερο αγενές.
…
– Αν δεν σηµειώνεις τις σελίδες, θα σε σηµειώσουν αυτές.
– Ευχαριστώ, Μάρτιν.
Μόνο να µπορούσε να σταµατήσει να διαβάζει, και να δει τηλεόραση, τόσο όσο και η Πάολα… Στην ιατρική, τουλάχιστον, αυτό είναι κάτι που το κάνουµε λίγο· το διάβασµα εννοώ. ∆ύσκολο κατά τη διάρκεια των σπουδών, δύσκολο και στη συνέχεια.
…
– Είδα πως ήµουν διευθυντής ορχήστρας σε µια συναυλία µε έργα του Μπαχ, αλλά κατάλαβα ότι ήταν όνειρο, γιατί σήµερα είναι της µόδας η δωδεκαφωνική µουσική.
– Ευχαριστώ, Ρισάρ (ο Ρισάρ, που ο Μάρτιν τον είχε βαφτίσει Σάµιουελ, επειδή του αρέσει πολύ ο Μπέκετ και επειδή θα ήθελε να του αρέσει πολύ και ο Ρισάρ).
…
– Ανακάλυψα πρόσφατα ότι είχα κρατήσει ένα και µόνο πράγµα απ’ όλους τους εραστές µου: το µπολ του πρωινού. Έτσι λοιπόν, έχω µια µεγάλη συλλογή από µπολ στο σπίτι (αυτό είναι το καλό νέο), αλλά δεν έχω πλέον τους εραστές που ταιριάζουν µε αυτά (αυτό είναι το κακό νέο).
– Ευχαριστώ, Νόρα.
Σκέφτηκα: πλάκα έχει αυτό που λέει, έχω ακριβώς την ίδια µανία. Όµως, στα είκοσι πέντε της, πόσους γκόµενους µπόρεσε να συλλέξει;
…
– Θέλετε µία πισίνα; Έξι επί οκτώ, σας την τοποθετώ, σε δέκα µέρες µπορώ να το τακτοποιήσω.
– Μπορείς ν’ αφήσεις κατά µέρος το κινητό σου, Ετιέν. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν πιάνει εδώ.
…
– Σχεδίασα µία στάση λεωφορείου για τον Ιησού.
– Εντάξει, Λιζ.
Έπρεπε να πυκνώσω τον ρυθµό των συνεδριών µαζί της. Η τελευταία µυστικιστική κρίση της µε έπιασε εξ απήνης, ένα σαββατοκύριακο που είχα υπηρεσία.
…
– Πήρα το απολυτήριο λυκείου µε 15. Στη φυσική, το πρόβληµα ήταν το εξής: το δολάριο κατρακυλά, υπολογίστε την ταχύτητά του στο πέρας της πτώσης του.
– Τελείωσες, Ρισάρ; Ας κάνουµε µια παύση… Θα ήθελα να ακούσετε λίγο περισσότερο ο ένας τον άλλον, και να απαντήσετε ο ένας στα λεγόµενα του άλλου…
– Πρέπει να πηγαίνω, γιατρέ. ∆εν µπορώ να µείνω απόψε: µε περιµένουν στο Σαν Μπερναρντίνο. Βρίσκεται στις Ηνωµένες Πολιτείες, η πτήση µου είναι σε τρία τέταρτα.
– Θα µείνεις µαζί µας, Μάρτιν. Καλά, σταµατάµε τη συζήτηση εκ περιτροπής, και δοκιµάζουµε µε οµάδες των δύο: Λιζ και Πάολα, Ετιέν και Νόρα, Ρισάρ και Μάρτιν. Ναι, καλά ακούσατε, είπα Ρισάρ και Μάρτιν· µιλήστε ο ένας στον άλλον, επικοινωνήστε, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ. Και ακούστε όλοι τι είπε το προηγούµενο ζευγάρι, για να µείνετε στο ίδιο µήκος κύµατος.
– Ετιέν: Μου αρέσουν πολύ οι ασταθείς καταστάσεις.
– Νόρα: ∆εν θα έπρεπε να σου αρέσουν.
– Λιζ: Έχω µία γνώµη πάνω σε αυτό το θέµα.
– Πάολα: Αν έχεις µόνο µία, δάνεισέ µου την, αντί να µου τη δώσεις.
Σε αυτό το σηµείο, αναρωτήθηκα: αν πάω να ασκήσω την ψυχιατρική στους Εσκιµώους, αυτό θα θεωρηθεί φυγή;
– Μάρτιν: Ξαναδιάβασα όλον τον Σελίν. Ξέρεις ότι έχω ανάγκη να εµποτιστώ µε λογοτεχνία για να µπορέσω να γράψω κι εγώ µε τη σειρά µου… Έτσι λοιπόν, ξαναδιάβασα όλον τον Σελίν, και ιδού τι έγραψα: «Ακόµα και µια γυναίκα που δεν ζητά ερωτόλογα, στην πραγµατικότητα τα αποζητά.»
– Ρισάρ: Βλέπεις, είναι καλύτερα από τον µήνα που ξαναδιάβασες όλον τον Βερλαίν για να γράψεις τελικά «Η διάρροια ερχόταν πάντα µετά την κοµπόστα».
– Ετιέν: ∆εν είµαι εγώ αυτός που θα πει το αντίθετο.
– Νόρα: Τότε ποιος είναι;
– Μάρτιν: Ο νικητής του βραβείου Γκονκούρ κατατρύχεται, άραγε, όπως κι εγώ, από µία µόνιµη αµφιβολία; Παραµένει ανικανοποίητος, ακόµα και όταν τυπωθεί το βιβλίο του;
– Ρισάρ: Σου δίνω ένα στοιχείο: δηµοσιεύθηκε σε τετρακόσιες χιλιάδες αντίτυπα.
– Και πάλι ο Μάρτιν: Είναι αστείο, διότι ένα πρώτο βραβείο αποτελεί εγγύηση ποιότητας στη λογοτεχνία, ενώ στον τοµέα των ηλεκτρικών οικιακών συσκευών συµβαίνει το αντίθετο.
– Ξανά ο Ρισάρ: Κανείς εδώ δεν καταλαβαίνει ούτε µία λέξη από αυτές που λες, όσο για τις φράσεις σου… ∆εν µπορώ να δουλέψω µε κάποιον άλλον;
– Λιζ: Το µηδέν της αριθµοµηχανής µου δεν λειτουργεί. Έτσι, για να χτυπήσω 107, πρέπει να χτυπήσω 118-11, καταλαβαίνεις;
– Πάολα: Καταλαβαίνω. Αλλά θα ήταν πιο γρήγορο το 99+8. Ή µία καινούργια αριθµοµηχανή.
– Ετιέν: Όταν τα παιδιά γίνονται τεσσάρων χρονών, θα έλεγε κανείς ότι οι γονείς τους έχουν πάψει να αγαπιούνται.
– Νόρα: Ναι, αλλά αγαπούν άλλους γονείς.
– Λιζ: Ό,τι κερδίζουµε, το χάνουµε.
– Πάολα: Και ό,τι ξανακερδίζουµε, το ξαναχάνουµε.
∆ιέκοψα απότοµα τη µαγνητοφώνηση εκείνη τη στιγµή. Θυµάµαι ότι έστειλα όλους τους ασθενείς στα δωµάτιά τους, χωρίς να περιµένω το τέλος της συνεδρίας. Θυµωµένη, πληγωµένη, ήθελα να διαγράψω αυτή την αποκριάτικη σκηνή.
Αυτή ήταν η πρώτη µου αποτυχία στον τοµέα της ψυχιατρικής για ενήλικες. Εδώ κι έναν µήνα, µερικοί από τους ασθενείς µου έµοιαζαν να έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν στην εξερεύνηση της παράνοιας. ∆εν καταλάβαινα αυτή την εξέλιξη.
Η δύναµή µου ήταν οι δόσεις. Μία καλή διάγνωση, συνοδευόµενη από µία καλή δόση, διότι το φάρµακο από µόνο του και το µόριο που περιέχει δεν σηµαίνουν τίποτα χωρίς δοσολογία στα µέτρα κάθε ασθενούς. Κι ύστερα, όλα αυτά τα επικάλυπτα µε οµαδικές θεραπείες, οι οποίες επέτρεπαν στον καθένα να δοκιµάσει την κοινωνικότητά του. ∆ιότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται: να µάθουν να συµβιώνουν, έτσι δεν είναι; Ένα κοµµάτι του εαυτού µου αυτό ήθελε, πάντως, να πιστεύει (το άλλο κοµµάτι επεξεργαζόταν πολύ διαφορετικά σχέδια µαζί µε φίλους).
Πολλοί ασθενείς ήταν φανερό ότι διέθεταν ένα καλό πολιτιστικό επίπεδο, ορισµένοι είχαν ασκήσει επαγγέλµατα µε ευθύνες, αλλά είχαν χάσει την ισορροπία τους κάποια στιγµή, και το διανοητικό τους πρόβληµα τους είχε περιθωριοποιήσει ολοκληρωτικά.
Όντας δικαιούχοι κοινωνικής αρωγής, εκτός από την Πάολα η οποία παρέµενε καθηγήτρια παρά το γεγονός ότι είχε τεθεί σε διαθεσιµότητα, και παραµεληµένοι από την οικογένειά τους, εκτός από τον Μάρτιν και τη Νόρα, δεν µπορούσαν να βασίζονται παρά µόνο στη νοσηλευτική οµάδα για να αντεπεξέλθουν. Όµως, η εν λόγω οµάδα αποτελείτο κατά το ήµισυ από άτοµα που είχαν αποτύχει σε άλλους διαγωνισµούς (και τα οποία δεν είχαν καµία σχέση µε τον τοµέα της υγείας, αλλά είχαν απόλυτη σχέση, κατά τα φαινόµενα, µε την αληθινή τους κλίση), κατά το ένα τέταρτο από νοσοκόµους που είχαν αρχές (όπως «το ωράριο είναι ωράριο», και οι οποίοι ήταν συνεπώς ικανοί να εξαφανιστούν την ώρα της ανάνηψης, αν το ρολόι στο χέρι τους έδειχνε 5 το απόγευµα), κατά το ένα δέκατο από βοηθούς νοσηλεύτριες που ονειρεύονταν να παντρευτούν τον διευθυντή της κλινικής και ρύθµιζαν την υπηρεσία τους ανάλογα (πανταχού παρούσες την ώρα των επισκέψεών του, δυσεύρετες τις υπόλοιπες ώρες της µέρας και της νύχτας), και κατά το δύο τοις εκατό από άτοµα αφοσιωµένα και µε πραγµατικό ενδιαφέρον (ποσοστό το οποίο αναφέρεται αποκλειστικά και µόνο στον Ζαν-Πατρίκ). Αυτή η αναλογία ήταν πιο υψηλή στις άλλες υπηρεσίες, αλλά όχι στη βαριά ψυχιατρική, όχι εδώ.
Πήγα να βγάλω την ιατρική µπλούζα µου στα αποδυτήρια, τα οποία εκτελούσαν επίσης χρέη αναπαυτηρίου. Ποιος µίλησε για ανάπαυση; Οι περσίδες που υποτίθεται ότι µας γλίτωναν από τα βλέµµατα δεν είχαν πια παρά ελάχιστα ελάσµατα, τα οποία είχαν κυρτώσει σε συγκεκριµένες, αµετάκλητες στάσεις, και οι ασθενείς αντλούσαν µία πονηρή ευχαρίστηση παραβιάζοντας τακτικά το καταφύγιό µας για λόγους απίστευτα επιτακτικούς και κυρίως απίστευτα ασήµαντους. Κι όµως όλοι χρειαζόµαστε τις προσωπικές µας στιγµές για να ανασυγκροτήσουµε το οικοσύστηµά µας.
Φέτος, δεν θα µπορούσα καν να πω ότι είχα κάνει διακοπές· είχα κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ονοµάζεται διακοπές.
Ο Ρισάρ γλίστρησε στα γρήγορα το κεφάλι του µέσα από την πόρτα για να µου ανακοινώσει µε εύθυµο ύφος:
– ∆έχοµαι να κάνω έρωτα µαζί σου στο κρεβάτι µου, γιατί µου άρεσε πολύ να το κάνω µε την Εβελίν στο ίδιο µέρος.
Έκλεισα την πρόσβασή µου στον κόσµο βάζοντας µόνο τα χέρια µπροστά στα µάτια µου, και τότε είναι, ναι, νοµίζω ότι εκείνη τη στιγµή είναι που γεννήθηκε αυτή η εκκεντρική ιδέα, η εκκεντρική ιδέα µου. ∆εν ήταν ακόµα καλά εστιασµένη, κάτι σαν κι αυτό που συµβαίνει στα δοκιµαστήρια όπου, όταν τραβάµε την κουρτίνα δεξιά, βρισκόµαστε ακάλυπτοι αριστερά, και αντίστροφα. Αλλά συγκεκριµενοποιήθηκε καθώς περνούσαν οι ώρες.
Ιδού ο συλλογισµός µου στα πρώτα του βήµατα. Πρώτον: αυτό που χαρακτηρίζει την οµάδα µου είναι η ανοµοιογένειά της. Βέβαια, η διαφορετικότητα είναι καλό πράγµα, αλλά όταν κάποιος πρέπει να θεραπεύσει από κοινού δύο µανιοκαταθλιπτικές ψυχώσεις (εκ των οποίων η πρώτη βρίσκεται σε µανιακή φάση και αφορά την περίπτωση ενός πρώην πρεζάκια, δηλαδή τον Ετιέν, και η άλλη, σε καταθλιπτική φάση και αφορά την περίπτωση µιας υποχονδριακής, δηλαδή την Πάολα), µία ανορεξία (η νεαρή Νόρα), µία µυθοµανία (Λιζ), µία παράνοια (Μάρτιν, ο συγγραφέας) και µία σχιζοφρένεια (Ρισάρ), βρίσκεται απέναντι σε ένα σύµπλεγµα κοινών συµπτωµάτων, παράλληλων ή αντίθετων, τα οποία, δεδοµένου ότι σχετίζονται µεταξύ τους, µπορούν να ισχυροποιήσουν το ένα το άλλο, αλλά σπάνια να αλληλοακυρωθούν. Ορισµένες πανοµοιότυπες εκδηλώσεις δεν αποτελούν καν ένδειξη οµοιότητας µεταξύ παθολογιών: µία ανορεξική, βάρους τριάντα πέντε κιλών, η οποία φαντάζεται ότι όλος ο κόσµος δεν έχει µάτια παρά µόνο για τα «χοντρά» κωλοµέρια της, δεν βιώνει την ίδια παράνοια µε έναν πρώην ναρκοµανή µε νευρώνες που έχουν ήδη υποστεί βλάβη (ορισµένες φορές έχω την εντύπωση, βλέποντας τον ωραίο ψυχιατρικό πίνακα που φωτίζει την καθηµερινότητά µου, ότι υπάρχουν τόσες µορφές τρέλας όσοι είναι και οι δίσκοι του Ντέιβιντ Μπόουι). ∆εύτερον: θα χρειαζόταν µια δυνατή εµπειρία, η οποία θα βιωνόταν, ει δυνατόν, συλλογικά, προκειµένου να προκαλέσει στους συγκεκριµένους ασθενείς ένα σωτήριο ταρακούνηµα. Πρέπει να τους συσπειρώσω, πριν αρχίσω µαζί τους µία οµαδική θεραπεία άξια του ονόµατός της.
Κανονικά, αυτό που τους συσπειρώνει είναι η θεραπεία: δεν είναι, άλλωστε, σπάνιο να δηµιουργούνται φιλίες και ειδύλλια ανάµεσα σε νοσηλευόµενους ασθενείς, αλλά στη συγκεκριµένη περίπτωση οι ασθενείς µου είναι πολύ διαφορετικοί. Αυτός είναι ο λόγος που επανέρχοµαι στον Ντέιβιντ Μπόουι: είµαι σίγουρη ότι όλοι τον γνωρίζουν, τουλάχιστον κατ’ όνοµα, και ο σταρ εµφανίζεται στις 14 Ιουλίου στο ρωµαϊκό αµφιθέατρο της Νιµ. Συµπέρασµα: µία έξοδος για την παρακολούθηση της συναυλίας θα µπορούσε να αποτελέσει αυτόν τον συσπειρωτικό δεσµό, το σηµείο εκκίνησης µιας θεραπευτικής διαδικασίας. Εορταστική και διεγερτική ατµόσφαιρα, ανατροπή των συνηθειών, διαφυγή από το νοσοκοµείο…
Βέβαια, δεν δουλεύει κανείς πάνω στον Ντέιβιντ Μπόουι µε τον ίδιο τρόπο που θα εµψύχωνε ένα εργαστήριο αγγειοπλαστικής. Όµως, είχα κατά νου κάποια ενδεικτικά στοιχεία. Ήλπιζα ότι καθένας από αυτούς θα αποκόµιζε κάποιο όφελος. Είχα αυτή την περίεργη διαίσθηση: ότι αν µιλούσα για τον Μπόουι, θα είχα τη δυνατότητα να µιλήσω για το εσώψυχο. Και κυρίως δεν είχα τίποτα να χάσω (τουλάχιστον έτσι νόµιζα).
Ζήτησα εθελοντές για να µας συνοδεύσουν. Ο Ζαν-Πατρίκ σήκωσε αµέσως το χέρι. Η Κλοέ δεν άργησε να τον µιµηθεί. Οι άλλοι είχαν καρφώσει µε πάθος το βλέµµα στο πάτωµα. Υπενθύµισα ότι οι κυριακάτικες ώρες πληρώνονταν διπλάσια από τη συνηθισµένη αµοιβή. Τέσσερις νοσοκόµοι σήκωσαν το δάχτυλο. Το αποτέλεσµα ήταν καλό. Μου έλειπε µόνον ένας οδηγός. Ο Πέντρο δέχτηκε, µε τον όρο να φέρει και τη φιλεναδούλα του.
Τις µέρες που ακολούθησαν, προσάρµοσα την αγωγή όλων των ασθενών µου έτσι ώστε να είναι ταυτόχρονα ήρεµοι και προσεκτικοί, ακίνδυνοι και διαθέσιµοι. Ήταν κι αυτό µια δουλειά, η υπέροχη δουλειά µου.
α2 / ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
– Συνήθως, κάνετε τις ενέσεις την Πέµπτη;
– ∆εν υπάρχει συγκεκριµένη µέρα.
α3 / Ο BOWIE ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΙ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥ BOWIE
14 Ιουλίου 2002
Μια τεράστια ουρά αναµονής τυλιγόταν γύρω από το ρωµαϊκό αµφιθέατρο, αλλά δεν επρόκειτο παρά για µία ουρά-απόδειξη. Στην αληθινή ουρά, δηλαδή σ’ εκείνη που προχωρούσε προς την είσοδο, δεν µπήκαµε παρά µία ώρα αργότερα, όταν καταλάβαµε ότι η άλλη ήταν µία απάτη. Όλοι το κατάλαβαν µέσα στο πλήθος και ήρθαν προς το µέρος µας, και ήταν τόσο πολλοί ώστε η ουρά που προχωρούσε προηγουµένως άρχισε να µοιάζει έντονα µε την ουρά-απόδειξη. Η ιδέα ήταν ότι µία βραδιά µε τον Μπόουι έπρεπε να αποδείξει την αξία της. Ότι όφειλε να ξεκινήσει ως συλλογικός εφιάλτης, πριν µεταβληθεί σε ιδιωτικό όνειρο.
Εγκατασταθήκαµε κατ’ αρχάς στις κερκίδες. Μερικοί δεν είχαν ξαναπατήσει ποτέ το πόδι τους στο ρωµαϊκό αµφιθέατρο της Νιµ. Κοίταζαν εκστατικά το αµφιθέατρο αντί να κοιτάζουν τη σκηνή, αποσβολωµένοι.
Η επιλογή των θέσεων ήταν ελεύθερη, γεγονός που σηµαίνει ότι δεν ήταν καθόλου ελεύθερη. Καθίσαµε πολύ ψηλά, αυτός ήταν ο µόνος τρόπος για να παραµείνουµε οµάδα. ∆εκαπέντε άτοµα, ήµασταν σαν οµάδα του ράγκµπι (αλλά χωρίς µπάλα και χωρίς οµαδικό πνεύµα).
Ήταν παράξενο να βλέπω τον φοιτητή που έκανε την ειδικότητά του µαζί µου, τον Ζαν-Πατρίκ, µε ανεπίσηµη εµφάνιση, χωρίς την προστατευτική ιατρική µπλούζα του. Πρέπει να άρεσε στις γυναίκες, ασθενείς ή υπαλλήλους του νοσοκοµείου. Εγώ δεν ένιωθα να µε αφορά το θέµα: από τότε που έφυγε ο Αντριέν, ο πατέρας του Βικτόρ, ήµουν σαν ηθοποιός που την είχε σηµαδέψει υπερβολικά ο ρόλος της σε κάποια διάσηµη σειρά και δυσκολευόταν να βρει άλλη απασχόληση. Εκείνη της ερωµένης, πάντως, έµοιαζε απροσπέλαστη διά παντός.
Μου αρκούσε να περνώ καλές στιγµές µε κακά αγόρια (πράγµα που στην περίπτωση του σεξ είναι καλύτερο από το να περνά κάποιος κακές στιγµές µε καλά αγόρια). Τα κακά αγόρια προοδεύουν (και οι πρόοδοί τους είναι θεαµατικές) όσον αφορά το ένστικτο µε καλή γενικά προαίρεση, η οποία εµφανίζεται σε όλες τις δυνατές αποχρώσεις (συµφιλιωτική, απειλητική, επική ή δραµατική). ∆εν έχουν το σύµπλεγµα του αρσενικού του 21ου αιώνα (ανήκουν στον 19ο αιώνα), δεν εντυπωσιάζονται από µία γυναίκα γιατρό (δεν ρωτούν το επάγγελµά σου), και έτσι αποδεικνύονται πολύ αξιόπιστα στο κρεβάτι, κάτι που αρχίζει να έχει σηµασία στην ηλικία µου. Και όταν είµαι πολύ κινητική, εκείνα σταθεροποιούνται καλά πάνω στον άξονά τους, κι ύστερα γέρνουν απαλά για να µε ακινητοποιήσουν τελείως, τόσο αποτελεσµατικά ώστε εγώ δεν φέρω την παραµικρή ευθύνη για ό,τι επακολουθήσει.
Ο πρώτος καλλιτέχνης που ανέβηκε στη σκηνή, ο Χόξλεϊ Γουόρκµαν, ήταν ένα είδος συναρπαστικού γελωτοποιού. Ο ίδιος δεν στεκόταν σε µία θέση, αλλά εµάς µας είχαν ακινητοποιήσει οι χειρονοµίες του. Όταν αποσύρθηκε (βεβαίως και είχε κάτι το σεξουαλικό η αποχώρησή του), ήµασταν ώριµοι να υποδεχθούµε τον Μπόουι. Όµως, τα ηνία παίρνει ένα συγκρότηµα ραπ, και εδώ φοβήθηκα ότι οι ασθενείς µου θα άρχιζαν να βαριούνται. Ένας υπέροχος µαΐστρος πάγωνε τις κινήσεις του προσώπου τους, και δυσκολευόµουν να ερµηνεύσω τις εκφράσεις τους.
Η άφιξη του Μπόουι (η στάση του σώµατός του, η προσσελήνωση, η έλευση…, τα πάντα εκτός από µια κλασική είσοδο) άλλαξε την κατάσταση. Άρχισε να τραγουδά κάτω από έναν καταιγισµό πυκνών χειροκροτηµάτων. Είπα χειροκροτήµατα; Επρόκειτο µάλλον για έναν ανυπόφορο συνδυασµό από φωνές, σηκωµένα χέρια, σφυρίγµατα, παλαµάκια.
Άψογος και απόµακρος, ο Μπόουι συνδύασε παλιές επιτυχίες και αποσπάσµατα από τον καινούργιο δίσκο του χωρίς την παραµικρή παύση. Το κάπως άκαµπτο και ταυτόχρονα κάπως ελαστικό σώµα του, µε την απόλυτη αυτοσυγκράτηση, χάρη και ευγένειά του, έµοιαζε να µας δίνει µαθήµατα συµπεριφοράς. Όλο το είναι του ήταν ένα είδος συνταγής για το πώς πρέπει να προσεγγίζουµε τη ζωή.
– Όταν σκέφτοµαι ότι έχει σχεδόν την ίδια ηλικία µε τον πατέρα µου… Απίστευτο. Ούτε ο ίδιος ο πατέρας µου θα το πίστευε (ο πατέρας µου, που νοµίζει ότι ο Μπόουι έχει την ίδια ηλικία µ’ εµένα).
Η Πάολα έµοιαζε γοητευµένη. Η Νόρα αναπαρήγαγε τα λεγόµενά της:
– Αλήθεια είναι. Μόνο µερικές στιγµές φαίνεται γέρος (και τότε µοιάζει µε τον Μικ Τζάγκερ).
Η Πάολα πρέπει να συνέκρινε τις πιθανότητές της να ξελογιάσει τον Μπόουι µε εκείνες της Νόρα, διότι µου σφύριξε στο αυτί:
– ∆εν µπορούµε να συναγωνιστούµε τις εικοσάρες: κοιτάξτε το δέρµα τους, τα µάτια τους, τα µαλλιά τους…
Θέλησα να την καθησυχάσω:
– Εγώ προσωπικά ποτέ δεν µπόρεσα να συναγωνιστώ τις εικοσάρες… ούτε όταν ήµουν εικοσάρα.
Στην πραγµατικότητα, τώρα είχα πολύ µεγαλύτερη επιτυχία στους άνδρες. Μέσα σε ένα µήνα, τρεις τύποι (οι οποίοι δεν γνωρίζονταν µεταξύ τους) µου είχαν ψιθυρίσει, εν είδει φιλοφρόνησης, ότι έµοιαζα µε τη Φρανς Γκαλ[3]. ∆εν µου το είχαν πει ποτέ στη διάρκεια των περασµένων τριάντα εννέα χρόνων. Μήπως παρευρισκόµουν στη γέννηση µίας σέκτας;
α4 / ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ
Λένε ότι στο σχολείο το επίπεδο πέφτει. Στο νοσοκοµείο συµβαίνει το αντίθετο, αν κρίνω από την ποιότητα των ασθενών µου: ο ένας πιο τρελός, αλλά και πιο επινοητικός από τον άλλον.
– Καταλαβαίνεις τι έγινε; Την ώρα που η Γαλλία έχει το κεφάλι σηκωµένο προς τα πυροτεχνήµατα, εµείς το έχουµε χαµηλωµένο προς τον Ντέιβιντ Μπόουι.
– Είχα ξεχάσει τελείως ότι ήταν 14 Ιουλίου.
Η Λιζ ήταν περιχαρής.
– Θέλω το ίδιο χτένισµα (αυτή που δεν ξεχτενίζεται ποτέ).
Κι εγώ είχα εκτιµήσει το γεγονός ότι η χωρίστρα στο κέντρο του κεφαλιού του δεν ήταν ακριβώς τελείως στο κέντρο. Ο Μπόουι ξέρει ότι η οµορφιά προκύπτει από την ασυµµετρία.
Ο Ετιέν διαµαρτυρήθηκε:
– Πλάκα κάνεις; Βλέποντάς τον από δω, θα έλεγε κανείς ότι µοιάζει µε τον Πατρίκ Ζυβέ[4].
Πράγµα που ήταν λάθος, διότι ο Μπόουι είχε αφήσει να φυτρώσουν φαβορίτες πάνω στα µάγουλά του. Αλλά όταν άρπαξε το βαµβακερό µπλουζάκι που του πέταξε ένας θαυµαστής, το έτριψε πάνω του παίρνοντας υπαινικτικές πόζες κι ύστερα το πέταξε πίσω στο κοινό, άκουσα καθαρά τον Ετιέν να µουρµουρίζει:
– Τώρα ζηλεύω.
Έβγαλα κι εγώ έναν αναστεναγµό και εκµυστηρεύτηκα στον Ζαν-Πατρίκ:
– Αυτή η ικανότητα να ξελαρυγγιάζεται κανείς σαν τα µωρά πρέπει να κάνει απίστευτο καλό… ∆εν πρέπει να κρατάµε ποτέ πράγµατα µέσα µας ή να κατασκευάζουµε αρρώστιες.
– Αυτός ο τύπος είναι όλο ζωντάνια, υπερβολική ζωντάνια.
– Έτσι είµαστε κι εµείς.
– Ίσως, αλλά το έχουµε ξεχάσει.
Η αστραφτερή και θριαµβευτική φωνή του µε ηλέκτριζε. Ο Μπόουι επιδιδόταν σε κινήσεις του προσώπου που είχαν δηµιουργηθεί τη δεκαετία του ’70 και είχαν παγιωθεί από τότε, σε ανοίγµατα του στόµατος που αποκάλυπταν τα δόντια του, τα οποία θύµιζαν σαρκοβόρο, και όλη την εν δυνάµει ωµότητά του.
Με λυµένη γραβάτα και λιτό µαύρο γιλέκο πάνω σε λευκό πουκάµισο, αποκρυστάλλωνε τις επιθυµίες µας, σαν εύγλωττη συµπύκνωση ελεγχόµενης τεχνικής και εξευγενισµένης αγριότητας.
Ο Ζαν-Πατρίκ άρχισε να κάνει ένα είδος µουσικής κριτικής:
– Για να τραγουδήσει κάποιος σαν κι αυτόν, πρέπει να µπορεί να αρθρώνει πολύ δυνατά. Πρόσεξες; Αδύνατον να τραγουδήσεις µαζί του µε σφιγµένα σαγόνια.
Η συνήθως απαθής Πάολα δεν σταµατούσε να εκστασιάζεται:
– Μου κάνει κατάπληξη: δεν κάθεται ποτέ;
Ο τρόπος µε τον οποίο συνδέω τα γεγονότα δίνει ίσως την εντύπωση ότι ήµασταν σε µια τσαγερία και µασουλούσαµε µπισκότα. Στην πραγµατικότητα ουρλιάζαµε, αφήνοντας τον εαυτό µας ελεύθερο στη µανία του µαΐστρου. Έπαθα κι εγώ την ίδια υστερία στο ρεφρέν του Changes. Κι ύστερα συγκινήθηκα όταν ανακάλυψα το Heathen (αλλά δεν θα ήθελα να µε κοιτάζουν την ώρα που κοιτάζω τον Μπόουι).
Ο Ρισάρ βόγκηξε:
– ∆ιάολε, θα έλεγε κανείς ότι αυτός ο τύπος απορροφά το φως!
Τέλος, ο υπέροχος δανδής εξαφανίστηκε, και όλοι κάρφωσαν νευρικά το βλέµµα πάνω στη σκηνή, λες και ο Μπόουι κινδύνευε να µην ξαναποκτήσει υλική υπόσταση. Όταν επέστρεψε για να ηρεµήσει τις αγωνίες µας, είχε προλάβει να σκεφθεί να φορέσει ένα κόκκινο σακάκι που ταίριαζε µε τα red shoes του Let’s Dance. Και ιδού το αναµενόµενο χαµόγελο σε όλα τα πρόσωπα όταν άρχιζε ένα γνωστό κοµµάτι… Ο Μπόουι ήταν αναγκασµένος σε κάθε συναυλία να επαναλαµβάνει παλιές επιτυχίες, εξαιτίας των νέων γενεών οι οποίες δεν είχαν παρακολουθήσει το ξεκίνηµά του, όπως ένας ευσυνείδητος καθηγητής ανακεφαλαιώνει το µάθηµα για τους µαθητές που έχουν µείνει πίσω.
∆εν ήξερα τι άκουγαν οι έφηβοι, αλλά είχα την αίσθηση ότι ο Μπόουι υπερτερούσε όλων των νέων τραγουδιστών της σύγχρονης µουσικής σκηνής. Τους έσπρωχνε στην τάξη των µικροµέγαλων µε τις στερεότυπες κινήσεις του προσώπου, µε τις χειρονοµίες που είχαν µάθει στις ακαδηµίες (χέρι που συνοδεύει το τρέµουλο, παλλόµενο στήθος…). Τους εκτόξευε σε ένα κωµατώδες άπειρο και έλαµπε µόνος, κοµψός και αγέρωχος, αδιαµφισβήτητος και κυρίαρχος.
Κανένας ακκισµός πάνω του. Το σκηνικό του παιχνίδι ήταν προσχεδιασµένο. Το θέαµα αυτό το είχε ήδη δουλέψει στο θέατρο Olympia την 1η Ιουλίου, και µας το παρέδιδε, σ’ εµάς τους επαρχιώτες της Γαλλίας, µιας πολύ µικρής χώρας σε σύγκριση µε τις ΗΠΑ όπου ζούσε, µίας µικρής αλλά εξαιρετικά αξιαγάπητης και πιστής χώρας. Τα τραγούδια του έκαναν την καρδιά µας να σφίγγεται, έτσι όπως ήταν συγκινητικά και ταυτόχρονα ακριβή, και απόλυτα ερωτικά. ∆εν το συνειδητοποιούσε: µας έριχνε σε κατάσταση έκστασης και παρέµενε προσιτός, σαν ένα µελλοντικό θύµα, θελκτικό και αθώο, τόσο αθώο…
Ένιωθα την ανάγκη να φιλήσω το µέρος όπου γεννιόταν η φωνή του, τον µυστικό τόπο όπου διαµορφωνόταν, εκεί όπου τεντώνονταν οι φωνητικές του χορδές. Έχετε δει φωτογραφίες του λάρυγγα; Μοιάζει µε γεννητικό όργανο (γυναικείο).
Εκείνο που είχε πραγµατοποιήσει αυτός ο τύπος, αποφασίζοντας µια µέρα να ζήσει την τρέλα του και να αφιερώσει όλη του την ενέργεια στο τραγούδι, είναι αυτό που οι ψυχαναλυτές ονοµάζουν πέρασµα στην πράξη. Όµως, ένας Θεός ξέρει πόσο δεν συµπαθούν την ψυχανάλυση οι ψυχίατροι της νέας γενιάς. Μας έκανε κακό για πολύ καιρό. Θα λέγαµε µάλλον ότι το να περάσει κανείς τη ζωή του τραγουδώντας αποτελεί µονοµανία. Και ότι η επανάληψη επί χρόνια των ίδιων τραγουδιών ισοδυναµεί µε τραύλισµα.
Ο Ζαν-Πατρίκ ακούµπησε το χέρι στον ώµο µου, χειρονοµία που δεν διέφυγε την προσοχή της Κλοέ, και µου ψιθύρισε:
– Θα ήθελα πολύ να κατέβω στη σκηνή, εκεί νιώθει κανείς καλύτερα την ατµόσφαιρα. Έρχεσαι, Μαριάν;
– Τότε πρέπει να πάµε όλοι… ∆εν µπορούµε να αφήσουµε τους ασθενείς χωρίς επιτήρηση.
[...]
β7 / ΑΔΕΙΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
Ο Μπόουι δεν ήταν ποτέ ο τύπος µου από σεξουαλική άποψη, αλλά έζησα µε έναν από τους φανατικούς θαυµαστές του. Έτσι λοιπόν, µέσω της µεταβατικότητας, µπορούµε να πούµε ότι τον γνώρισα καλά. Πρέπει να ξέρετε ότι µε τον Ντέιβιντ υπάρχει πάντα σωµατική εγγύτητα.
Συνάντησα τον Αλαίν στην έκθεση των προϊόντων µας. Είχε έρθει για µια πισίνα, κι εκεί έπαθα σοκ. Είχε αυτό το άπληστο, σίγουρο για τον εαυτό του χαµόγελο, και τα µάτια του ήταν γεµάτα υποσχέσεις. Είµαι εύκολη λεία για τις προσδοκίες του. Το επάγγελµά του ήταν πιλότος σε εµπορικό αεροπλάνο. Μου είχε µάθει ότι οι καρχαρίες έτρωγαν αυτούς που έκαναν ιστιοσανίδα γιατί τους περνούσαν για χελώνες, από τον τρόπο που έσπρωχναν µε τα τέσσερα µέλη τους το νερό γύρω από την ιστιοσανίδα, κι ακόµα ότι η µόνη περίπτωση να γλιτώσει κάποιος από µία θυµωµένη αρκούδα ήταν να ξαπλώσει καταγής σε στάση ηττηµένου. Είχα βάλει τα γέλια. Καθώς ταξιδεύω λιγότερο από αυτόν (λιγότερο από οποιονδήποτε, αφού δεν έχω φύγει ποτέ από το Γκαρ), οι συµβουλές του ήταν άχρηστες, αλλά τις είχα ακούσει λες και τα εισιτήρια µετ’ επιστροφής βρίσκονταν ήδη στην τσέπη µου.
Τον ρώτησα αν έπεφταν πουλιά πάνω στα τζάµια της καµπίνας του πιλοτηρίου του. Πέρασε το χέρι του στα µαλλιά του. Ο Άλαν –προτιµώ να τον αποκαλώ Άλαν– είχε κλασική αµερικανική οµορφιά, µε πρόσωπο χαραγµένο από τις ρυτίδες και ανοιχτά πράσινα µάτια. Το είχα αποφασίσει, θα άρχιζα να ντύνοµαι στα πράσινα.
Ξαναειδωθήκαµε, και τα πράγµατα δεν άργησαν να πάρουν τον δρόµο τους. Στις 15 Αυγούστου ανοίξαµε τον συνοικιακό χορό, και ο παρουσιαστής συνεχάρη από το µικρόφωνο τους δύο θαρραλέους που όρµησαν στην πίστα.
– Είµαι ερωτευµένος, µουρµούρισε ο Άλαν µέσα στα µαλλιά µου, την ώρα που τελείωνε το τανγκό.
– Τι είπες;
– Εσύ τι άκουσες; ψέλλισε εκείνος.
Ζούσα µε τον Άλαν το πρώτο µου καλοκαίρι και πετούσαµε σε σχηµατισµό πάνω σε έναν γαλήνιο ουρανό. Επιστρέψαµε χεράκι χεράκι, σαν να είχαµε την ίδια ηλικία και παρθένα καρδιά, πράγµα που δεν ήταν αλήθεια. Εµένα θα µε συναντούσατε σε κορυφαία θέση µέσα σε καµιά δεκαριά ατζέντες µε διευθύνσεις, και ο Άλαν είχε χωρίσει πριν από δεκαεπτά χρόνια µε µία Αµερικανίδα, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Το θέµα είναι ότι ήταν σαράντα οκτώ χρονών, αλλά όταν αγαπάµε δεν υπολογίζουµε τα χρόνια. Βέβαια, στην πυραµίδα των ηλικιών, δεν είχαµε καµία πιθανότητα να διασταυρωθούµε στον ίδιο όροφο.
Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκα ότι παρευρισκόµουν, την ώρα του λυκόφωτος, σε ένα «κόψτε ταχύτητα, κυβερνήτα», και ότι στην προσγείωση ο Άλαν έπεφτε κατακόρυφα στην πίστα του αεροδροµίου µόνο για µένα, για να µε εντυπωσιάσει. Νοµίζω ότι ένιωσα πως από εκείνη τη στιγµή ήταν σαν να µας ένωνε µια ουρανόπεµπτη αερογέφυρα.
Μέσα σε έξι µήνες, πρέπει να πω ότι δεν απάτησε ποτέ ο ένας τον άλλον. Ήµασταν τρελοί ο ένας για τον άλλον. Γιατί λοιπόν δεν αποφάσιζε να ζήσει µαζί µου;
Θα έπρεπε να ξαναποκτήσω λίγη εξουσία, αυτός ο τύπος µε έκανε ό,τι ήθελε. Όταν οργανώναµε πάρτι, κατέληγε πάντα να µένει µε τον κορµό γυµνό, κι εγώ τριβόµουν πάνω του, δεν µπορούσα να συγκρατηθώ. Ήταν σκληρός και γλυκός ταυτόχρονα, σαν ένα ζαχαρένιο τοίχωµα.
Αλλά η ζάχαρη ήµουν εγώ. Είµαι πολύ ευαίσθητος. Βλέπω έναν πίνακα του Χόπερ και κλαίω. Λες και υπάρχει κάποιο κόλπο. Φαίνεται ότι αυτός ο ζωγράφος δεν ήταν καθόλου θλιµµένος, ούτε µοναχικός, και παρ’ όλα αυτά όταν βλέπεις τους πίνακές του…
Ήθελα να συζήσω µε τον Άλαν. ∆εν ήθελα να καταλήξω σαν αυτούς τους ολοµόναχους τύπους, που αναγκάζονται να το κάνουν στους χώρους στάθµευσης. Τι συµβαίνει; Σοκαριστήκατε, ψευτοπαρθένες; Για κοίτα, και τώρα που µιλώ, τον ξαναβλέπω να τρώει φιστίκια ακούγοντας δίσκους των αρχών του ’70.
– Ξέρεις, Ετιέν, δεν υπάρχουν πολλά τραγούδια που να έχουν τίτλους µε ερωτηµατικό, όπως το Life on Mars?.
– Το ξέρω: δεν υπάρχουν πολλά, αλλά υπάρχει τουλάχιστον ο Ντέιβιντ Μπόουι.
Ήταν δύσκολο να φέρει κανείς αντίρρηση σε έναν αληθινό γνώστη του Μπόουι, σε κάποιον που είχε αγοράσει τα βινύλια The Man Who Sold the World, Hunky Dory και Low αµέσως µόλις είχαν κυκλοφορήσει. Επειδή δεν είχα ιδέα, δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη ένα βιβλίο µε θέµα τις διάφορες µορφές της µουσικής. Από την άρια µέχρι την τοκάτα, µε ενδιάµεσους σταθµούς τη φούγκα, το µαδριγάλι ή το ορατόριο: δεν βρήκα τίποτα που να µοιάζει από κοντά ή από µακριά µε Μπόουι. Μάταια τα είχα διαβάσει όλα αυτά.
Έτσι λοιπόν, είχα αγοράσει κάποιες βιογραφίες του Ντέιβιντ. Αυτές διαβάζονται µια κι έξω. Ή µάλλον όχι, δυο κι έξω (το πρωί και το βράδυ). Χα, χα, χα! Τα βιβλία για το ροκ είναι πολλές φορές γραµµένα µε πρόχειρο τρόπο: εκεί οι άνθρωποι «παντρεύονται µε γάµο», «αφήνουν όλο το υψόµετρο στον καλλιτέχνη», «δεν χάνουν την απελπισία τους». Για τον Μπόουι θα µπορούσαν παρ’ όλα αυτά να είχαν κάνει µια προσπάθεια! Αλλά είχα πιάσει τη γενική ιδέα: o Μπόουι ήταν ένας µεταλλασσόµενος, ένα σφουγγάρι, άσος στο να εµπνέεται από το ταλέντο των άλλων και να το εξυψώνει µε τα δικά του χαρίσµατα.
Καταλάβαινα πραγµατικά τον Άλαν. Κι εγώ εκτιµώ τον Μπόουι. Από την επιθυµία να ακούσω το Sound and Vision γεννιόταν η επιθυµία να ακούσω το Ziggy Stardust κι ύστερα το Ashes to Ashes, και µερικές φορές περνούσε ολόκληρο το βράδυ χωρίς να έχω χρόνο να τηλεφωνήσω στη µητέρα µου.
Θεωρούσα, ωστόσο, υπερβολικό τον Άλαν όταν µου διηγιόταν τα νεανικά του χρόνια στο Λονδίνο, τότε που ακολουθούσε τα ίχνη του Μπόουι.
– Συµβιώναµε. Ήταν σαν να µου έλεγε ο Μπόουι: «∆ηµιούργησα ένα σύµπαν εκεί, πήγαινε εκεί». Μόνο που ήταν κουραστικό να παρακολουθώ διαρκώς τη µία παράσταση µετά την άλλη. Ήµουν µια ηλεκτρική µπαταρία και οι άνθρωποι έρχονταν να φορτιστούν σ’ εµένα.
Φανταζόµουν τον Άλαν µεταµφιεσµένο σε Ζίγκι, µε τα κιµονό και τις υπερυψωµένες σόλες, περιτριγυρισµένο από τα κορίτσια που τον συνόδευαν σε όλες τις συναυλίες του. Η αύρα του Μπόουι ήταν τόσο δυνατή ώστε ακόµα και οι απλοί θαυµαστές του προσείλκυαν και οι ίδιοι φανατικούς θαυµαστές. Η δεκαετία του ’70 είχε διαµορφώσει ένα παράξενο γενεαλογικό δένδρο για τον Μπόουι, µε ποσοστό αναπαραγωγής ρεκόρ.
Ο Άλαν αναµόχλευε µία προς µία τις αναµνήσεις του σαν παλιός µαχητής του glam rock.
– Στο ρωµαϊκό αµφιθέατρο του Φρεζύς, κατά τη διάρκεια του Serious Moonlight Tour του, ο Ντέιβιντ σάρωσε το κοινό µε έναν προβολέα. Με κοίταξε. Αρκεί να διασταυρωθεί κάποιος µε το βλέµµα του και µονοµιάς όλο του το είναι κατακλύζεται από αυτόν… Όταν πεθάνει ο Μπόουι, νοµίζω ότι εγώ θα το ξέρω πριν το µάθει ο τύπος.
Μερικές φορές είχα την εντύπωση ότι ήµασταν τρεις σε αυτή τη σχέση. Ευτυχώς που δεν ήµουν ζηλιάρης. Με το επάγγελµα που έκανε, ο Άλαν µπορούσε ήδη να έχει πάει µε όλες τις αεροσυνοδούς και όλους τους άνδρες συνοδούς. Αλλά µε είχε διαβεβαιώσει ότι δεν ήταν τέτοιος τύπος, και αυτό ήταν αλήθεια: όταν τελικά µε απάτησε, το έκανε µε τον συγκυβερνήτη του.
Αυτή την ιστορία κάνω πως την έχω ξεχάσει, αλλά γυρίζει συνεχώς µέσα στο κεφάλι µου. Ο Άλαν µε εγκατέλειψε πριν από τέσσερις µήνες, αλλά όχι και η επιθυµία µου για εκδίκηση.
Το παλαβό είναι ότι στο νοσοκοµείο όπου µπήκα για να θεραπεύσω την κατάθλιψή µου αναγκάστηκα να πέσω σε µία γιατρό φανατική θαυµάστρια του Μπόουι. Όλος µου ο πόνος επανενεργοποιήθηκε. Η απιστία του Άλαν ήταν σαν να είχε γίνει χθες. Έτσι λοιπόν, όταν µου δόθηκε η ευκαιρία να κοιτάξω κι εγώ µε τη σειρά µου αλλού, δεν ένιωσα την παραµικρή αµηχανία.
Μετά τη συναυλία, η Λιζ και η Πάολα είχαν κρύψει τον Ντίλαν στο περίπτερο. ∆εν εµπιστεύονταν τη Νόρα, η οποία είχε ωστόσο ένα άδειο κρεβάτι στο δωµάτιό της. Προτίµησαν να µε ρωτήσουν αν το αγόρι µπορούσε να κοιµηθεί µαζί µου, µόνο µία νύχτα. Ήταν τυφλές, οι καηµένες οι µητέρες.
Μόλις µείναµε µόνοι, ο Ντίλαν µού εξοµολογήθηκε τα προβλήµατά του. Ο πατέρας του τον είχε δει να τριγυρνά µε ένα αγόρι. Είχε καταλάβει τα πάντα και τον είχε χτυπήσει… λες και η οµοφυλοφιλία µπορούσε να εκλογικευτεί µε χτυπήµατα.
∆εν είχα αντιµετωπίσει ποτέ αυτό το πρόβληµα (γιατί δεν είχα πει ποτέ τίποτα στους γονείς µου). Αυτές οι βλακείες της εκστόµισης αυτού του πράγµατος, αυτή η επίσηµη αναγγελία… Λες και η ζωή είναι θεατρικό έργο κι εµείς είµαστε οι ήρωές του. Εγώ δεν έχω αυτή την αξίωση: ξέρω ότι η ιδιωτική µου ζωή δεν ενδιαφέρει κανέναν… και κυρίως την οικογένεια, τους φίλους ή τους συναδέλφους µου. ∆εν έχω διάθεση να βροντοφωνάξω µία αλήθεια που κανείς δεν θέλει να ακούσει (ούτε καν εγώ).
Παρηγόρησα τον Ντίλαν. Όταν το σκέφτοµαι… ήταν η πιο ωραία, αλλά και η πιο θλιβερή νύχτα που έχω περάσει, γιατί την επόµενη µέρα το αγόρι θα πέθαινε. ∆εν είχα κάνει ποτέ έρωτα µε κάποιον την παραµονή του θανάτου του.
Ο Ντίλαν είχε θελήσει να τον δέσω. Αυτές οι πρακτικές ήταν σπάνιες στους εφήβους. Σπάνιες και πολύτιµες. Ακούω ακόµα τον παραπονιάρικο, ικετευτικό και συνεπαρµένο τόνο της φωνής του.
Είναι παράξενο: είχα ανέκαθεν την εντύπωση ότι ο Μπόουι ήταν µαζοχιστής. Στους χορούς του παριστάνει ότι είναι διαµελισµένος, στραπατσαρισµένος. Είµαι σίγουρος ότι το απολαµβάνει, όταν τον δένουν σφιχτά. Εσείς όχι; Εννοώ, εσείς δεν είστε σίγουροι;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αναφέρεται στο Guide MusicBook, του Hervé Guilleminot, εκδ. L’ Etudiant, 2001, σ. 107.↩
2. Αναφέρεται, βέβαια, στο γνωστό µοντέλο αυτοκινήτου της Citroën, το οποίο σηµαίνει «δύο ίπποι». (Σ.τ.Μ.)↩
3. France Gall (γεν. 1947): γαλλίδα τραγουδίστρια που µεσουράνησε, κυρίως στη Γαλλία, τη δεκαετία του ’70. (Σ.τ.Μ.)↩
4. Patrick Juvet (γεν. 1950): γαλλόφωνος τραγουδιστής από τo Montreux της Ελβετίας, ο οποίος έκανε επιτυχία στη Γαλλία. Προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να µιµηθεί τον Ντέιβιντ Μπόουι της εποχής του glam rock, ακόµα και ως προς τις µεταµορφώσεις του ως Ziggy Stardust. (Σ.τ.Μ.)↩
Σχέδιασμός εξωφύλλου: Δημήτρης Στεβής
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ