Οι επόπτες

Μιχάλης Μιχαηλίδης

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1999

 

Ο Σβεν Αλεξάντερσον έβλεπε πάλι κράνη και µουδιασµένους ανθρώπους. Οι υπουργοί και οι παρατρεχάµενοί τους ήταν µαζεµένοι σε µια κόγχη της σήραγγας και ίσιωναν τις ζάρες στα ρούχα τους. Ο Λάγκερµπεκ, ο Κριστόφτε και τρεις Γάλλοι βρίσκονταν λίγο µακρύτερα και επιθεωρούσαν τα τοιχώµατα της βόρειας στοάς αυτοκινήτων. Η Μπιργκίτε  Ότεσεν έδινε δήθεν εµπιστευτικές πληροφορίες σε δύο γυναίκες της τηλεοπτικής δηµοσιογραφίας. Πέντε εικονολήπτες τραβούσαν γενικά πλάνα της στοάς για να σκοτώσουν την ώρα τους. Πενήντα εργάτες της Ντιρκέµ ΑΕ και άλλοι τόσοι της Κάιπερς ΑΕ είχαν σχηµατίσει µια µακρόστενη ουρά που τελείωνε δύο µέτρα πριν από την άκρη ενός πάγκου µε λουκάνικα και µπίρες.

Λιγότερο ενθουσιασµό απ’ όλους έδειχναν οι εργάτες. Στέκονταν σαν να ήταν όµηροι µε αλυσοδεµένα πόδια. ∆ε µιλούσαν µεταξύ τους. ∆εν αντάλλασσαν µατιές. Περίµεναν το σινιάλο των εργοδηγών για να πλησιάσουν στην τσίκνα, να πάρουν ένα λουκάνικο και µια µπίρα, να καταγραφούν από τους εικονολήπτες των τηλεοπτικών σταθµών και να κρυφτούν σε κάποια αθέατη µεριά της σήραγγας.

Η ακεφιά τους ήταν εύλογη· το τελευταίο πεντάµηνο είχαν περάσει µεγάλα ζόρια. Στις αρχές Σεπτεµβρίου ένας καινούργιος µπουλµές είχε τοποθετηθεί υποβρυχίως στο στοιχείο δεκατρία. Στα µέσα Σεπτεµβρίου το πλεονάζον νερό του στοιχείου δεκατρία είχε ρουφηχτεί µε αντλίες. Στα τέλη Σεπτεµβρίου το στοιχείο δεκατρία είχε αποµακρυνθεί από την περιοχή του ατυχήµατος και ο πάτος της τάφρου είχε γίνει ξανά οµαλός. Στις αρχές Οκτωβρίου το στοιχείο δεκατρία είχε κολληθεί στο στοιχείο δώδεκα. Στα µέσα Οκτωβρίου το στοιχείο δεκατέσσερα είχε ποντιστεί επιτυχώς και τα στοιχεία δεκαεννιά και είκοσι επέπλεαν έτοιµα για µεταφορά στην υγρή δεξαµενή της Ντιρκέµ ΑΕ. Στα τέλη Οκτωβρίου όλες οι ρωγµές στο εσωτερικό του στοιχείου δεκατρία είχαν µπαλωθεί µε ενέσεις τσιµέντου.

Σαφώς οι εκατό εργάτες δεν απολάµβαναν να περιµένουν όρθιοι ένα παράγγελµα. ∆εν µπορούσαν ωστόσο να κάνουν κάτι διαφορετικό. Αν ένας από τους εργάτες εγκατέλειπε το άγηµα, οι εργοδηγοί θα τον άρπαζαν από τα µπράτσα, θα τον έσερναν µέχρι το Άµαγερ, θα τον ανέβαζαν σε κάποια πλωτή εξέδρα, θα τον έδεναν και θα τον µαστίγωναν µέχρι να ζητήσει τη µαµά του µε ουρλιαχτά. Αν τρεις από τους εργάτες αποφάσιζαν να παρακούσουν τις εντολές, θα φονεύονταν στη θάλασσα, θα τηγανίζονταν σε ηλεκτρική καρέκλα και µετά θα διαµελίζονταν. Αν πέντε από τους εργάτες πρόδιδαν έξαφνα την εµπιστοσύνη των καλών αφεντικών τους, θα συλλαµβάνονταν, θα ευνουχίζονταν και θα καίγονταν ζωντανοί.

Η δεσποινίς Μπέκινσεϊλ, αντίθετα, είχε ελευθερία κινήσεων. Είχε άλλα δικαιώµατα και άλλα καθήκοντα κι έτσι δεν ήταν παρούσα στη σεµνή τελετή. Μπορούσε να αποφασίζει ποιες εκδηλώσεις την ενδιέφεραν. ∆εν έπρεπε να δεσµεύεται από νερόβραστες υποχρεώσεις. ∆εν έπρεπε να θέσει ποτέ σε κίνδυνο την αγάπη της για τον συγχρωτισµό, την ανεκτικότητά της απέναντι στη διαφορετικότητα, τη συµπάθειά της για τους λάτρεις των µονολόγων. Για να είναι αποτελεσµατική, έπρεπε να µη χάσει την ελαφράδα της, το χάρισµά της να ερµηνεύει επιφανειακά τη ζωή. ∆εν έπρεπε να επινοήσει ή να δοµήσει µια συνεκτική ταυτότητα· έπρεπε να µην εγκλωβιστεί ποτέ σε καλοραµµένη και ανθεκτική ταυτότητα.

Όλα αυτά δεν ενοχλούσαν βεβαίως τον Αλεξάντερσον. Το κακό µε τη δεσποινίδα Μπέκινσεϊλ ήταν ότι ήθελε να ξεπεράσει κάποια όρια.

Είχε οπωσδήποτε βάλει κάτι συγκεκριµένο στο µυαλό της: πριν από πέντε µέρες ήταν αγνώριστη. Φορούσε ψηλές µαύρες µπότες µε µυτερά τακούνια. Είχε αποφασίσει να έρθει στο «Αλµανάκ» µε ολόσωµη κόκκινη φόρµα από βινύλιο. Τα φρύδια της ήταν τονισµένα µε µαύρο µολύβι. Τα γαλάζια µάτια της σκιάζονταν από ψεύτικες βλεφαρίδες. Στα χείλη της υπήρχαν πολλές στρώσεις σκουροκόκκινου κραγιόν. Το πρόσωπό της είχε µια τεχνητή χλωµάδα. Στον λαιµό της κρεµόταν ένας σιδηρούς σταυρός του γερµανικού στρατού. Στα πτερύγια των αυτιών της υπήρχαν πολλά σκουλαρίκια. Στα νύχια της είχε απλώσει µαύρο βερνίκι.  Όσο για τα µαλλιά της, ήταν κόκκινα.

«Πώς βρίσκεις το εστιατόριο που διάλεξα µε τόση φροντίδα για µας;» είπε αρχικά η δεσποινίς Μπέκινσεϊλ.

«∆εν είναι άσχηµο», είπε ο Αλεξάντερσον. « Έχει ατµόσφαιρα Κοπεγχάγης».

«Πώς ορίζεις την ατµόσφαιρα Κοπεγχάγης;»

«Αν µιλάµε για εστιατόρια, τα πράγµατα είναι απλά. Στην Κοπεγχάγη τα εστιατόρια είναι λιτά, καθαρά και ακριβά».

«Το “Αλµανάκ” δεν ταιριάζει τόσο στην περιγραφή σου, Σβεν. ∆εν είναι άσπρο.  Έχει δερµάτινους καναπέδες και πολλά τραπέζια. Στους τοίχους του υπάρχουν καθρέφτες».

«Πράγµατι».

« Έχεις ξανάρθει εδώ;»

« Όχι. Εσύ;»

«Ναι. Το “Αλµανάκ” είναι το αγαπηµένο µου εστιατόριο στην πόλη».

«Ενδιαφέρον αυτό».

«Γιατί;»

«∆ιότι το εστιατόριο είναι γεµάτο µεσήλικους µε λεφτά».

«∆εν το είχα παρατηρήσει».

«Νοµίζω ότι µε έφερες εδώ επειδή είµαι µεσήλικος».

«∆ε σε βλέπω έτσι, Σβεν».

«Εντάξει τότε».

«Είσαι σίγουρος ότι δεν έχεις ξανάρθει εδώ, Σβεν;»

«Ναι».

«Η σερβιτόρα σε γνωρίζει πάντως. ∆εν έχει σταµατήσει να σου χαµογελάει».

«Ποια σερβιτόρα;»

«∆ε µε ξεγελάς. Τη βλέπω στον καθρέφτη πίσω από την πλάτη σου. Είναι φίλη σου;»

«Ας αλλάξουµε θέµα, Γκουέν».

Καλύτερα να µη γινόταν κουβέντα για την Πία. Τελικά εργαζόταν στο «Αλµανάκ»: έφερνε καταλόγους, έπαιρνε παραγγελίες, έβαζε κρασί σε ποτήρια.  Έκανε καλά τη δουλειά της και συνάµα χάριζε στο εστιατόριο ζεστασιά: έκανε µικρές κωµικές υποκλίσεις, σήκωνε το ένα φρύδι της, κοιτούσε όσους εξυπηρετούσε µε αστεία προσοχή. Στο «Κλου» φερόταν βεβαίως πολύ πιο αυθόρµητα: πείραζε το προσωπικό, άπλωνε θεατρικά τα χέρια της στον πάγκο, τιναζόταν πάνω στο σκαµνί της, παρίστανε τη µεθυσµένη, έλεγε λίγα φιλικά λόγια σε όποιον στεκόταν κοντά της.

« Έχεις κρυφή ζωή, Σβεν;» είπε ξαφνικά η δεσποινίς Μπέκινσεϊλ.

«Είµαι ένα αίνιγµα», είπε ο Αλεξάντερσον.

«Είσαι πολύ έξυπνος, Σβεν. Γι’ αυτό απολαµβάνω τόσο τη συντροφιά σου. Φυσικά είσαι πολυάσχολος άντρας και σε βλέπω σπανίως.  Όµως στο εξής θα βλεπόµαστε συχνά».

«Θα πάψω να είµαι πολυάσχολος;»

«Το πρόγραµµά σου θα είναι λιγότερο βαρύ».

«Πώς το ξέρεις;»

«Οι εξελίξεις αυτής της εβδοµάδας µιλάνε από µόνες τους. Ο ανατολικός πυλώνας της γέφυρας πλησιάζει τα διακόσια µέτρα. Η συναρµολόγηση της σήραγγας ολοκληρώθηκε έναν µήνα πριν από την προγραµµατισµένη ηµεροµηνία. Ο Λάγκερµπεκ είπε ότι ο σύνδεσµος Ερεσούντ θα παραδοθεί στο κοινό τον Ιούλιο του 2000».

«Άρα, από δω και πέρα θα αρχίσω να χαζολογάω».

« Όχι.  Όµως θα έχεις περισσότερο χρόνο για µένα».

«Και τι θα λέµε, Γκουέν;»

« Έχουµε ακόµη πολλά να πούµε».

«Για τη γέφυρα, υποθέτω».

« Όχι, Σβεν. Ξέρω τα πάντα για τη γέφυρα. Ρώ­τα µε ό,τι θέλεις για τη γέφυρα».

«Πόσα κιβώτια έχουν τοποθετηθεί µέχρι τώρα στον πορθµό;»

«Αυτή τη στιγµή η ανατολική γέφυρα πρόσβασης είναι συναρµολογηµένη – εποµένως έχει είκοσι επτά κιβώτια µε διπλό κατάστρωµα. Επιπλέον, µέχρι τώρα ο “Κύκνος” έχει τοποθετήσει έξι από τα οκτώ κιβώτια της καλωδιωτής γέφυρας και έχει ακουµπήσει δέκα κιβώτια σε βάθρα της δυτικής γέφυρας πρόσβασης».

«Πόσα ακόµη κιβώτια θέλει η δυτική γέφυρα; Πόσα βάθρα; Πόσες βάσεις;»

«Εεε… ∆ώδεκα κιβώτια. Και έντεκα βάθρα. Και έντεκα βάσεις. Νοµίζω…»

«Τα κιβώτια ακουµπάνε απευθείας στα βάθρα;»

« Όχι. Τα κιβώτια ακουµπάνε σε εφέδρανα».

«Μπορείς να περιγράψεις τα εφέδρανα;»

«Κάθε εφέδρανο είναι ένα σάντουιτς µε χοντρές φέτες ατσαλιού και µε ένα ατσάλινο ηµισφαίριο για γέµιση».

« Έστω… Θα δεχτώ την απάντηση… Γιατί χρησιµοποιούµε εφέδρανα;»

«Επειδή επιτρέπουν µικρές µετακινήσεις των κιβωτίων στα βάθρα και µειώνουν την καταπόνηση της γέφυρας».

«Ας δούµε κάτι άλλο… Οι σκελετοί των κιβωτίων για την καλωδιωτή γέφυρα κατασκευάζονται στην Καρλσκρόνα…»

«Το γνωρίζω αυτό».

«Γιατί κατασκευάζονται στην Καρλσκρόνα;»

«Επειδή αυτά τα κιβώτια διαφέρουν από τα κιβώτια των γεφυρών πρόσβασης».

«∆ιαφέρουν; Πώς;»

«Αυτά τα κιβώτια έχουν πυραµιδοειδείς προεξοχές στη βόρεια και στη νότια πλευρά, προεξοχές για την αγκύρωση των καλωδίων».

«Μίλα µου για τα καλώδια».

«Τα καλώδια είναι πλαστικοί κύλινδροι που περιέχουν συρµατόσκοινα. Καθένας απ’ αυτούς τους κυλίνδρους είναι φτιαγµένος από πολυαιθυλένιο και κρύβει εβδοµήντα συρµατόσκοινα».

«Μίλα µου για τα καλώδια και τους πυλώνες».

«∆εν ξέρω από πού να αρχίσω, Σβεν…»

«Οι δύο πυλώνες είναι ίδιοι. Σωστά;»

«Σωστά».

«Κάθε πυλώνας έχει δύο σκέλη. Σωστά;»

«Σωστά».

«Ας πάµε τότε στον ανατολικό πυλώνα και ας πούµε ότι είναι τελειωµένος».

«Εντάξει».

«Τα δύο σκέλη του πυλώνα γεφυρώνονται µε εγκάρσια δοκό σε ύψος πενήντα πέντε µέτρων. Τι βλέπουµε ψηλότερα;»

«Κάθε σκέλος έχει στα ενενήντα µέτρα ένα χαλύβδινο κουτί στην ανατολική πλευρά και ένα χαλύβδινο κουτί στη δυτική πλευρά. Κάθε κουτί συγκρατεί µέσα του δύο καλώδια που είναι τεντωµένα µέχρι το διπλό κατάστρωµα».

«Συνέχισε».

«Συνολικά υπάρχουν δέκα εντοιχισµένα κουτιά στην ανατολική πλευρά κάθε σκέλους και δέκα εντοιχισµένα κουτιά στη δυτική πλευρά κάθε σκέλους.  Έτσι, όταν κοιτάζεις την ανατολική πλευρά του νότιου σκέλους, βλέπεις το πρώτο κουτί στα ενενήντα µέτρα και το τελευταίο κουτί στα εκατόν ενενήντα οκτώ µέτρα».

«Τα κουτιά είναι συµµετρικώς τοποθετηµένα;»

«Ναι».

«Ποια είναι η απόσταση µεταξύ τους;»

«Ακριβώς δώδεκα µέτρα».

«Οι πυλώνες είναι συµπαγείς;»

« Όχι, είναι κούφιοι. Οι βάσεις των πυλώνων είναι επίσης κούφιες».

«Πες κάτι παραπάνω».

« Όταν η καλωδιωτή γέφυρα θα βρίσκεται στο τελικό της στάδιο, κάθε σκέλος πυλώνα θα έχει εσωτερικό ανελκυστήρα. Κι αυτοί οι ανελκυστήρες θα φτάνουν µέχρι την κορυφή – διακόσια τέσσερα µέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας».

«Θα σε ρωτούσα τώρα για τους γερανούς και τα προσωρινά υποστυλώµατα στο Φλίντε, αλλά νοµίζω ότι δεν είναι απαραίτητο.  Έχεις κάνει τα µαθήµατά σου».

«Τι λες, Σβεν; Πέρασα τις εξετάσεις µου;»

«Ναι».

«Σε ξάφνιασα;»

« Ίσως».

« Έπρεπε να προετοιµαστώ καλά. Υποπτεύεσαι για ποιον τα έµαθα όλα αυτά;»

« Όχι».

«Για σένα».

«∆εν έπρεπε να µπεις στον κόπο».

«Σε ικανοποίησα πάντως».

«Μάλλον… ∆εν είµαι βέβαιος…»

«Τι τρέχει πάλι;»

«Τίποτα».

«Με ακούς;»

«Ναι».

«Με προσέχεις;»

«Ναι».

« Όχι, δε µε προσέχεις. Κοιτάς πάλι τη σερβιτόρα που σου κλείνει το µάτι».

«∆ε µου κλείνει το µάτι».

« Έχει ωραίο σώµα. Μοιάζει µε χορεύτρια».

«∆εν ξέρω, Γκουέν. Φοράει ποδιά».

Όντως έµοιαζε µε χορεύτρια· φορούσε ένα µάλλινο καλσόν που έκανε τα πόδια της να φαίνονται πολύ λεπτά.  Όλα τα βράδια θύµιζε χορεύτρια, χάρη στον µακρύ λαιµό της και στο λιπόσαρκο σώµα της.  Ήταν η τσιγγάνα µπαλαρίνα του «Κλου»: κατέφτανε γύρω στα µεσάνυχτα και έδινε κάποιο φως στο συνοικιακό µαγαζί µε τις µοναχικές καρδιές και τους αλκοολικούς.  Έπινε ένα ποτό, έλεγε τα νέα της στον µπάρµαν, ζητούσε δεύτερο ποτό, µιλούσε µε τον Αλεξάντερσον και ύστερα έφευγε για το σπίτι της. Μερικές φορές µόνη της και άλλες φορές µαζί µε τον Αλεξάντερσον.

« Έχει και όµορφα µαλλιά», είπε αργότερα η δεσποινίς Μπέκινσεϊλ. «Πλούσια και κατσαρά».

«Νοµίζεις;» είπε ο Αλεξάντερσον.

«Είναι γοητευτικό κορίτσι.  Όµως δεν είναι πανέµορφο κορίτσι.  Έχει µεγάλη µύτη και σκούρα επιδερµίδα».

«∆εν παρατήρησα τη µύτη της».

«Σου αρέσουν οι µελαχρινές, Σβεν; Νόµιζα ότι επιθυµείς πορσελάνινα κορίτσια µε κόκκινα µαλλιά».

«∆ε µε γνωρίζεις τόσο καλά, Γκουέν».

«Αυτό είναι αλήθεια.  Όµως θέλω να σε µάθω. Θέλω να σου κάνω χίλιες ερωτήσεις».

«Τι είδους ερωτήσεις;»

«Πιστεύεις στον Θεό;»

«Είµαι άθεος».

«Η σιγουριά σου µε τροµάζει».

«Αν φοβάσαι αυτή τη λέξη, θεώρησέ µε αγνωστικιστή».

«∆εν ενδιαφέρθηκες ποτέ για τη µεταφυσική;»

«∆εν υπάρχει ούτε ίχνος µεταφυσικής στις σκέψεις µου».

«∆ε βλέπεις ανεξήγητες πτυχές στη ζωή;»

«Μην κουράζεσαι µάταια, Γκουέν. ∆εν πιστεύω καν στην τηλεκινησία».

«Μα τι κάνει αυτό το κορίτσι;»

«Ποιο κορίτσι, Γκουέν;»

«∆ε βλέπεις τι κάνει;»

« Όχι».

«Σου στέλνει φιλιά».

« Έχεις παραισθήσεις».

«Εγώ;»

«Ναι, εσύ».

«Τι της έκανες;»

«Σοβαρέψου, Γκουέν».

«Τι της έκανες και δεν µπορεί να σε ξεχάσει;»

«Σταµάτα να ασχολείσαι µε τη σερβιτόρα».

«Είναι φανερό: το κορίτσι είναι παλαβό για σένα».

«Αν συνεχίσεις έτσι, το κορίτσι θα χάσει τη δουλειά του».

«Αν απολυθεί, θα κατηγορήσει εσένα. Είσαι προκλητικός µε κάποιον τρόπο που δεν µπορώ να αντιληφθώ. Σε κοιτάζει και παραφέρεται».

Στην πραγµατικότητα, η Πία ήταν ικανή για πο­λύ περισσότερες παρεκτροπές· όσα έλεγε και όσα έκανε στο σπίτι της ήταν εκπληκτικά. Άναβε απροειδοποίητα όλα τα φώτα και επιδείκνυε τα µικρά βυζιά της χαµογελώντας. ∆ήλωνε τρελή για τα χείλη και τη γλώσσα του Αλεξάντερσον. Επαναλάµβανε ότι γινόταν µούσκεµα µόλις έριχνε µια µατιά ανάµεσα στα πόδια του. Περιέγραφε το γαργάληµα που ένιωθε στις τρύπες της όταν τον σκεφτόταν. Ανακαθόταν ξαφνικά στο στρώµα και έλεγε ότι ήταν αναστατωµένη ή ότι ήθελε να πάει στο µπάνιο για να πλύνει τον κώλο της και το µουνί της.

«Γιατί γελάς;» συνέχισε η δεσποινίς Μπέκινσεϊλ.

«Επειδή γελάς κι εσύ», είπε ο Αλεξάντερσον.

«Θα µου πεις τι µαγικά τής έκανες; Θέλω να ξέρω».

«∆ε σκοπεύω να σου πω».

«Είσαι πολύ προικισµένος, Σβεν;»

«Ουδέν σχόλιο».

«∆ε θα απαντήσεις;»

«Αρκετά γελάσαµε, Γκουέν. Ας µιλήσουµε για κάτι άλλο. Ας µιλήσουµε για ταξίδια. Σου αρέσει να ταξιδεύεις;»

«Πάρα πολύ».

«Τι διαλέγεις; Ευρωπαϊκές πόλεις ή εξωτικά µέρη;»

«Ευρωπαϊκές πόλεις».

«Πόσες φορές έχεις πάει στο Παρίσι;»

«∆ε θυµάµαι. Πολλές φορές».

«Πηγαίνεις για ψώνια;»

« Όχι µόνο για ψώνια».

«Τι κάνεις εκεί;»

«∆οκιµάζω ρούχα στις µπουτίκ, ψάχνω για µπιχλιµπίδια στα κοσµηµατοπωλεία και τριγυρνάω στις πλατείες. Βλέπω εκθέσεις ζωγραφικής, πίνω κοκτέιλ στο “Κοστ” και τρώω στο “Λιπ”. Περπατάω άσκοπα στις όχθες του Σηκουάνα και στη Μονµάρτη. Με ακούς;»

«Ναι».

«Βαριέσαι;»

« Όχι. Υποψιάζοµαι ότι σου αρέσει και η Ρώµη».

«Αγαπώ τη Ρώµη».

«Πίνεις καπουτσίνο στις πλατείες;»

«Κάνω στάση σε όλες τις πλατείες – Πιάτσα ντι Σπάνια, Πιάτσα ντελ Πόπολο, Πιάτσα Ναβόνα».

«Τι άλλο κάνεις; Κάνεις ευχή στη Φοντάνα ντι Τρέβι;»

«Κάθε φορά. Είναι γελοίο που ρίχνω κέρµα στο σιντριβάνι;»

«Ξεφεύγεις ποτέ από το κέντρο;»

«Μα φυσικά. Αγοράζω δωράκια και αρώµατα σε µαγαζάκια στο Τραστέβερε, ψάχνω για εστιατόρια στο Τεστάτσιο, περιπλανιέµαι στα µονοπάτια γύρω από τη Βίλα Μποργκέζε. Σου λέω: αγαπώ τη Ρώµη. Πηγαίνω ακόµη και στην Τσινετσιτά· κάθοµαι στα σκηνικά και φαντάζοµαι ότι παίζω σε ταινία».

«Ναι».

Η Πία αγαπούσε επίσης τη Ρώµη, αλλά δε φανταζόταν τον εαυτό της φωτισµένο από προβολείς. Προτιµούσε πιο ήσυχα και πιο δυσπρόσιτα µέρη. Απολάµβανε το κολύµπι, τον ήλιο, το καλοκαίρι. Έψαχνε στον χάρτη για αποµονωµένα νησιά της Μεσογείου.  Έφτιαχνε στο µυαλό της περιπλανήσεις µε λίγες αποσκευές και πολλά απρόοπτα.  Ήθελε να βουτάει γυµνή σε ζεστά νερά και να απλώνει το κορµί της στην άµµο ερηµικών ακτών. Στις διακοπές της περπατούσε ξυπόλυτη, έβγαινε για φαγητό άπλυτη και αχτένιστη, κοιµόταν στη σκιά των δέντρων, γαµιόταν πίσω από θάµνους.

«Με ακούς;» είπε ξαφνικά η δεσποινίς Μπέκινσεϊλ.

«Πάντα», είπε ο Αλεξάντερσον.

« Έχεις βρεθεί ποτέ στη Βενετία, Σβεν;»

«Ναι. Μια φορά».

«Πέρασες καλά;»

«Θυµάµαι ότι έκανε ζέστη».

«Σε ποιο ξενοδοχείο έµεινες;»

«∆ε συγκράτησα το όνοµά του. Γιατί ρωτάς, Γκουέν;»

«Επειδή η Βενετία έχει φανταστικά ξενοδοχεία».

«∆εν το είχα συνειδητοποιήσει».

«Πίστεψέ µε, Σβεν.  Έχω πάει πολλές φορές στη Βενετία και κυρίως ονειρεύοµαι τα ξενοδοχεία της».

«Ποια ακριβώς;»

«∆εν µπορώ να ξεχάσω το “Ντανιέλι” και το “Μπάουερ”. Το “Ντανιέλι” τρίζει ολόκληρο, αλλά είναι τέλειο για ροµαντικές ψυχές. Το “Μπάουερ” είναι πιο πολυτελές: άσπρο έξω, χρυσό και κόκκινο µέσα. Στην ταράτσα του “Ντανιέλι” απόλαυσα ένα θεϊκό δείπνο βλέποντας πυροτεχνήµατα να σκάζουν στον νυχτερινό ουρανό. Στην πίσω πλευρά του “Μπάουερ”, κάτω από τις κόκκινες οµπρέλες, κοντά στις δεµένες γόνδολες, κάθοµαι και πίνω µπελίνι».

«Κάθε φορά;»

«Ναι».

«Τι άλλο κάνεις στη Βενετία;»

«Πηγαίνω µε βαπορέτο στο Λίντο».

«Πηγαίνεις στο νησάκι που φιλοξενεί το φεστιβάλ κινηµατογράφου;»

«Ακριβώς. Πηγαίνω στο Λίντο για να πιω τσάι στο “Εξέλσιορ”».

«Ακόµη ένα ξενοδοχείο… Τι το ιδιαίτερο έχει;»

«Μη γίνεσαι βλάσφηµος. Στον χώρο υποδοχής υπάρχουν ασπρόµαυρες φωτογραφίες µε παλιά κινηµατογραφικά αστέρια. Κοντά στους ανελκυστήρες µια γυάλινη πόρτα οδηγεί σ’ έναν µικρό βοτανικό κήπο.  Όταν κάθεσαι στην τεράστια βεράντα, βλέπεις µια παραλία µε ριγωτά αντίσκηνα που προορίζονται για τους πιο πλούσιους πελάτες του ξενοδοχείου».

« Έχεις µείνει ποτέ στο “Εξέλσιορ” ή στα άλλα δύο ξενοδοχεία;»

«∆υστυχώς όχι, Σβεν. ∆εν έχω ακόµη βρει τον κατάλληλο άντρα για να µείνω µαζί του σε βενετσιάνικο ξενοδοχείο υψηλής κλάσης».

«Κάποια στιγµή θα σταθείς τυχερή».

«Συγγνώµη. ∆εν το είπα σωστά. Μαζί σου θα έµενα σε οποιοδήποτε απ’ αυτά τα ξενοδοχεία. Τι λες; Μπορείς να µας φανταστείς σε σουίτα του “Εξέλσιορ”;»

«Μάλλον όχι».

« Έχεις ταξιδέψει πολύ στη µακρά ζωή σου, Σβεν;»

« Έχω ταξιδέψει περισσότερο από έναν µέσο ναυτικό.  Έχω γυρίσει όλο τον κόσµο.  Έχω δει τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Ρωσία, την Αργεντινή και το Βιετνάµ».

« Έχεις ζήσει πολλές περιπέτειες;»

« Έχω δει πράγµατα που δε θα δεις ποτέ.  Έχω δει φτωχούς ανθρώπους να τρώνε ωµά εντόσθια από ψοφίµια.  Έχω δει κροκόδειλους να ροκανίζουν κορµούς δέντρων.  Έχω δει γυναίκες της Αφρικής να σηµαδεύουν τα στήθη τους µε πυρωµένα σίδερα».

«Είσαι δύσκολη περίπτωση, Σβεν. Γι’ αυτό είσαι ακαταµάχητος».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Μιχάλης Μιχαηλίδης, Οι επόπτες
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, 2016

ISBN 978-960-504-157-1
Σελ. 360, Σχήμα: 12,2x20εκ.