Κάντυ

Κωνσταντίνος Τζήκας

Στο Άµστερνταµ, η εικοσιδυάχρονη Κάντυ –το πραγµατικό της όνοµα είναι Γιοχάννα– φωτογραφίζεται σ’ ένα στούντιο. Φωτογραφίζεται σαν να έχει µόλις γεννηθεί, χωρίς όµως τα αίµατα – αν και οι σκούροι άλικοι τοίχοι του στούντιο παραπέµπουν στα υγρά της γέννησης. Η Κάντυ αναδιπλώνεται σαν πεπιεσµένο χαρτί. Οι πτυχώσεις του άτριχου φύλου της, όπως διαθλάται το φως επάνω τους, αντανακλώνται στον ανθρακί φακό της κάµερας. Λωρίδες σέπιας αποτυπώνονται στη σάρκα της. Η Κάντυ έχει το βλέµµα της στραµµένο πάνω απ’ τον ώµο του καµεραµάν – οι ωµοπλάτες του και η κάµερα µοιάζουν µε οροσειρές. Έχει το βλέµµα της στραµµένο προς έναν οργασµό που έρχεται. Το βλέµµα της µοιάζει ρυθµιζόµενο µε πηδάλια στις φτέρνες και στους καρπούς της. Το σώµα της είναι έτοιµο για περιδίνηση γύρω απ’ τη βάση του. Θυµάται µια πορσελάνινη κούκλα που είχε η γιαγιά της, έπαιζε µουσική και γυρνούσε γύρω απ’ τον εαυτό της. Πασχίζει να µιµηθεί την κίνηση της κούκλας. Είναι πιο δύσκολο τώρα γιατί δεν υπάρχει µουσική για ν’ ακολουθήσει τον ρυθµό, παρά µόνο στο κεφάλι της – τα κλικ της µηχανής προσποιούνται την ταπετσαρία ενός άµπιεντ ρυθµού. Είναι πιο εύκολο τώρα γιατί αυτή εδώ η µπαλαρίνα δε χρειάζεται να σπάσει και κυρίως δε χρειάζεται να γυρίσει κάτω απ’ τα ψυχρά µάτια της γιαγιάς.

*

Στην Αθήνα, ο δεκατετράχρονος Άκης ψωνίζει το περιοδικό Βροµιάρες Τσούλες από ένα περίπτερο της Οµόνοιας. (Το χέρι που προτάσσει στον περιπτερά για να του δείξει το περιοδικό είναι σχεδία που τρέµει.) Ο Άκης γυρίζει σπίτι, κλείνεται στο δωµάτιό του και στρώνεται στη δουλειά. Στη σελίδα 37 συναντά µια ολόσωµη φωτογραφία µε τη λεζάντα: «Κάντυ, το σέξι κορίτσι απ’ την Ολλανδία». Ο Άκης χαζεύει τους αυτοκινητόδροµους του κορµιού της. Το βλέµµα της βρίσκει επιτέλους αποδέκτη – αυτός είναι ο οργασµός-στρατός που γκρεµίζει πόλεις και πλησιάζει. Ο Άκης στριφογυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό του. Τοξωτά φίδια απλώνονται στο σώµα του και τα χέρια του αποκολλώνται απ’ τον υπόλοιπο εαυτό του και φτεροκοπάνε για λίγο µόνα τους, αλλά τεχνητά, µε φανερή προσωρινότητα – δύο µηχανικά πουλιά που ξεβιδώθηκαν. Τα µηχανικά πουλιά ξερνάνε τα κολλώδη ελατήριά τους. Η εικοσιδυάχρονη Κάντυ απ’ το Άµστερνταµ καταβρέχεται. Άραγε είναι συνδεδεµένη ψυχοµετρικά µε τη σελίδα της; Μουλιάζει µε µια ελαφρά αίσθηση δροσιάς (σαν το νοτισµένο χορτάρι το πρωί), κάθε φορά που ένας θαυµαστής της χύνει πάνω στη σελίδα της; Η σελίδα παραµορφώνεται, κυρτώνει – «κριτσανίζει», όπως θα έλεγε κι η µητέρα του Άκη. Παραµορφώνεται και παίρνει νέες, απρόσµενες στάσεις, όπως ήταν αυτές που ο φωτογράφος παρότρυνε την Κάντυ να πάρει. Άλλα σηµεία της ανατοµίας της Κάντυ διαστέλλονται και φουσκώνουν, άλλα µαραίνονται και ζαρώνουν, σ’ άλλα δηµιουργούνται νέες τρύπες, πρωτόφαντες ερωτογενείς οπές που χάσκουν. Η ιλουστρασιόν Κάντυ σφαδάζει. Οι παραµορφώσεις στη σελίδα απ’ το σπέρµα του Άκη είναι τυχαίες, απρόβλεπτες, δε µεγεθύνονται και δε ζαρώνουν πάντα τα σωστά µέρη του σώµατος. ∆εν υπερτονίζονται ούτε αποσιωπώνται σε σκιές τα πλέον κατάλληλα. Οι ριπές του σπέρµατος είναι αµείλικτες στην τυχαιότητά τους. Το σπέρµα καταβρέχει όπου, όποτε, όσο θέλει. Ο Άκης ντροπιασµένος σκίζει τη µελανιασµένη –αλλά και ασπρισµένη απ’ το σπέρµα του– σελίδα και την πετάει κρυφά στα σκουπίδια, σ’ έναν κάδο δεκατέσσερα τετράγωνα απ’ το σπίτι του.

*

Στην Αθήνα, ο εντεκάχρονος Πάβελ ψάχνει στα σκουπίδια. Εντοπίζει τη σκισµένη σελίδα του Βροµιάρες Τσούλες. Αψηφά τις παραµορφώσεις της σελίδας⋅ είναι άλλωστε η πρώτη φορά που βλέπει γυµνή γυναίκα. Μια ξανθιά γυµνή γυναίκα, µε τις επιφάνειες του σώµατός της να είναι αλλού βαθουλωµένες και αλλού υπερυψωµένες, αλλού ξερές και αλλού νερουλές, σαν πεδιάδα που όµως δεν είναι πεδιάδα, σαν πεδιάδα που δεν είναι επίπεδη. Ο Πάβελ φέρνει κρυφά τη σελίδα στο σπίτι του µαζί µ’ ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που µπορούν ακόµα να φορεθούν. Αν µπορεί να χρησιµοποιηθεί µια σκισµένη, περιχυµένη σελίδα, µπορούν κι αυτά τα παπούτσια. Ο Πάβελ κρύβει τη σελίδα κάτω απ’ το κρεβάτι του. Τρεις µέρες µετά, ενώ ο Πάβελ λείπει στο σχολείο, η γιαγιά του ψάχνει να βρει χαρτιά για να τυλίξει αυγά που θέλει να στείλει στην άλλη κόρη της στην Πολωνία. Κάνει όλο το σπίτι άνω κάτω για να βρει. Όταν βρίσκει χαρτί ή οτιδήποτε άλλο µε το οποίο µπορεί να τυλίξει τ’ αυγά, οι κινήσεις της είναι τυφλές, µηχανικές: σαν γερανός το χέρι της απλώνεται και εντάσσει το κοµµάτι χαρτί, όσο ταπεινό και βροµερό και να ’ναι, στη γραµµή παραγωγής. Τα χέρια της λειτουργούν σαν ανεξάρτητα µηχανικά πουλιά που τιτιβίζουν συνθετικούς ήχους. Η σελίδα µε την Κάντυ εντάσσεται στο ίδιο τυφλό, αµείλικτο σύστηµα αµπαλαρίσµατος. Ολόκληρη η γιαγιά του Πάβελ γίνεται µια ζαρωµένη µηχανή συσκευασίας. Το ψαλίδι της κόβει περισσότερο τη σελίδα, τη διασπά σε τυχαία, αφηρηµένα, ανισοµερή κοµµάτια. Το χέρι της γιαγιάς του Πάβελ δηµιουργεί νέες τοµές κατά µήκος των µαστών της Κάντυ, κατά µήκος των µηρών της – εκτός από µηχανή συσκευασίας είναι και ανατόµος. Τ’ αυγά συνοδεύουν τη γιαγιά στο ταξίδι της λίγες µέρες µετά. Ο Πάβελ ξέρει πως η σελίδα του έχει χαθεί, πως έχει γίνει τροφός-παραµάνα ενός αυγού. Θρηνεί τη χαµένη του σελίδα καθώς το αεροπλάνο µε τη γιαγιά απογειώνεται.

*

Στην Κρακοβία, τ’ αυγά βρίσκουν τη θέση τους στα ράφια της κόρης της. Σ’ ένα από αυτά τ’ αυγά η τριανταεπτάχρονη Κάζια –κόρη της ηλικιωµένης γυναίκας– εντοπίζει τα αποµεινάρια της σελίδας 37. Ξετυλίγει το αυγό, αλλά η προσοχή της είναι όλη στραµµένη στο περιτύλιγµα – είναι µια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις που το δώρο ντροπιασµένο, επισκιασµένο απ’ το αµπαλάζ του γλιστράει έξω απ’ το οπτικό πεδίο. Η Κάζια είναι καλλιτέχνης, φτιάχνει κολάζ⋅ η αθέλητη συνδροµή της µάνας της στη δουλειά της τη φέρνει στα πρόθυρα νευρικού γέλιου. ∆εν είναι η πρώτη φορά που η µάνα της το κάνει⋅ η Κάζια πιστεύει πως από κείνη κληρονόµησε την ανάγκη να σκίζει και να επανασυναρµολογεί, να σκίζει και να επανασυναρµολογεί. Όµως τις άλλες φορές της έφερνε αυγά τυλιγµένα σε λουρίδες από κόµικς, σε λουρίδες από φυλλάδια για τρόφιµα και µηχανήµατα αδυνατίσµατος. Πρώτη φορά της έφερε ένα αυγό ζωσµένο µ’ ένα βυζί. Σαν διαδηλωτής που διαµαρτύρεται σφιχταγκαλιασµένος µε µια κολόνα µοιάζει αυτό το βυζί. Κι εκεί ένα άλλο, ένα αιδοίο πάνω σ’ ένα αυγό. Η Κάζια σαστίζει απ’ τις προεκτάσεις της εικόνας: ένα αιδοίο που κρύβει µέσα του αυγά είναι κολληµένο πάνω σ’ ένα δεύτερο αυγό. Ο εγκιβωτισµός αυτός της χαρίζει στιγµιαία µια τετραδιάστατη όραση: βλέπει πέρα από χώρο και χρόνο το ωό µιας γυναίκας η οποία, χωρίς να είναι εκεί, κλωσάει το ωό ενός πουλιού. «Υβρίδιο. Μεταλλαγµένα κοτόπουλα. Τερατογενέσεις. Χίµαιρες» ψιθυρίζει εκστασιασµένη και αρχίζει να πειραµατίζεται. Μερικά αυγά τα πετάει κάτω, τα διαλύει, πασαλείβει αποµεινάρια της Κάντυ µε κρόκο. Άλλα τα κρατάει στεγνά, ακόµα κολληµένα γύρω απ’ το αυγό που φυλάνε. Τρεις µήνες αργότερα, η Κάζια εκθέτει τρεις πίνακες-κολάζ σε µια γκαλερί της Κρακοβίας. Οι τίτλοι των έργων είναι: «Η γυναίκα-πουλί I», «Η γυναίκα-πουλί II», «Η γυναίκα-πουλί III». Συνυπάρχουν τα βυζιά της Κάντυ, το αιδοίο της, το πρόσωπό της, κοµµάτια από χέρια και πόδια, όλα ανακατεµένα µαζί µε κρόκους και ασπράδια, µε φτερά από κότες. Η Κάζια είχε κάτσει µε τον χάρακα και το ψαλίδι και το κοπίδι σχεδόν σαν τυφλή Σίβυλλα πάνω απ’ τον χάρτη της, είχε χαρτογραφήσει, είχε χωρίσει περιοχές και τις είχε ξαναµοιράσει στον χάρτη για να βγει αυτή η νέα χώρα. Οι αγοραστές τρεις, ένας για κάθε πίνακα-κολάζ, έκαστος πολύ πλούσιος. Ο Αµερικανός Ρόµπερτ, ο Γάλλος Φρανσουά και ο Ολλανδός Γιαν.

*

Ο Ρόµπερτ φοβάται τ’ αεροπλάνα και ταξιδεύει πάντα είτε µε αυτοκίνητο είτε µε το ιδιωτικό του γιοτ. Φοβάται το αεροπλάνο γιατί πέφτοντας θα σκορπίσουν όλα τα µέλη του τριγύρω και δε θα υπάρχει καµία συνοχή του εαυτού του. Κανείς δε θα µπορέσει να τον συναρµολογήσει ποτέ ξανά. Κοµµένα χέρια κι άλλα θαύµατα θα µαρκάρουν το σηµείο της πτώσης. Με το πέρας των υποχρεώσεών του στην Ευρώπη, αναχωρεί µε το γιοτ του απ’ το λιµάνι του Άµστερνταµ µαζί µε το καινούριο του απόκτηµα, τον πίνακα «Η γυναίκα-πουλί Ι». ∆υο µέρες αργότερα, εν µέσω καταιγίδας το σκάφος βυθίζεται. Όλοι πνίγονται. Ο Ρόµπερτ πνίγεται. Ο καµαρότος πνίγεται. Ο πίνακας πνίγεται. Το µουλιασµένο αποµεινάρι του καταλήγει στον βυθό, στον πάτο του ωκεανού.  Ένα απορηµένο ψάρι κάθεται πάνω στον πίνακα –µισοκρυµµένος αυτός κάτω από ένα φύκι– σαν να τον χαζεύει. Φυσαλίδες αναδύονται απ’ το χάρτινο αιδοίο, σαν ν’ αναπνέει. Το ψάρι ελέγχει το σηµείο, το βρίσκει ικανοποιητικό και αφήνει εκεί τ’ αυγά του. Μ’ έναν κολλώδη ήχο σαν πλοπ ένα αυγό προσκολλάται στο αυγό της Κάντυ.  Ένα φύκι αγκαλιάζει το χάρτινο χέρι της. Τα χρώµατα ξεθωριάζουν, γίνονται αυτό το ενιαίο γκρι του βυθού. Όταν γεννιούνται τα νέα ψαράκια, οι σελίδες-πίνακες µοιάζουν να γονιµοποιούνται.

*

Ο Φρανσουά γυρίζει µε αεροπλάνο στη Γαλλία µε τον πίνακα σ’ ένα µεγάλο πακέτο. Κοσµεί την όµορφη βίλα του στα προάστια του Παρισιού. ∆υο χρόνια αργότερα, προσλαµβάνει έναν τύπο να βάλει φωτιά στη βίλα του. Ο Φρανσουά θα τσεπώσει την ασφάλεια απ’ το σπίτι, απ’ τα έργα τέχνης. Ενώ αυτός παίζει τένις στην Κυανή Ακτή, το σπίτι απανθρακώνεται. Οι ανθρακί πτυχώσεις της Κάντυ στον πίνακα «Η γυναίκα-πουλί ΙΙ» ενώνονται µε τις ανθρακί αυλακιές της φωτιάς. Τα κατατεµαχισµένα µέλη της Κάντυ πυρώνονται, παίρνουν χρώµα, πρήζονται, φουσκώνουν, ερεθίζονται, κοκκινίζουν, γίνονται όλα χείλη αιδοίου, ακόµα και το πιο αθώο και απονήρευτο µέλος, ένας ώµος, ένας αγκώνας, ζει αυτή την έκρηξη κόκκινης ηδονής. Την επόµενη µέρα, ένας αστυνοµικός βρίσκει το µοναδικό αποµεινάρι του πίνακα ανάµεσα στα συντρίµµια: ένα αποκαΐδι γυναικείου στήθους.  Ένα καψαλισµένο (αριστερό) βυζί.  Έχει µαυρίσει⋅ δε µοιάζει µόνο µε βυζί, µοιάζει και µε στρείδι. Ο αστυνοµικός κοιτάζει δεξιά αριστερά και το χώνει βιαστικά στην τσέπη του.

*

Ο Γιαν επιστρέφει στην πόλη του, στο Άµστερνταµ. Ο πίνακας «Η γυναίκα-πουλί ΙΙΙ» διακοσµεί έναν τοίχο του σαλονιού του τεράστιου, πολυτελούς, µοντέρνου, µίνιµαλ διαµερίσµατός του. Συχνά φέρνει γυναίκες στο διαµέρισµα και κάνουν σεξ στον καναπέ, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέµµα της Κάντυ, του δεξιού στήθους της, της κοιλιάς της. Καµιά φορά τα χέρια των εραστών ξεφεύγουν και χαϊδεύουν αφηρηµένα, όσο και άτσαλα, το στήθος της Κάντυ ή και άλλα σηµεία του πίνακα ενόσω φιλιούνται – µια βαθιά αυλακιά απ’ το νύχι µιας παθιασµένης Γαλλοαιγύπτιας χαράσσεται για πάντα στο δισδιάστατο στοµάχι της κοµµατιασµένης Κάντυ και εγγράφεται στη µνήµη του πίνακα.

∆εκαπέντε χρόνια αργότερα, ο Γιαν είναι πλέον παντρεµένος, αλλά εξακολουθεί κρυφά να έχει πολλές ερωτικές περιπέτειες. Μια µέρα η σύζυγός του Φάννυ γυρίζει σπίτι έξαλλη. Τα έχει µάθει όλα. Καταστρέφει κάθε έργο τέχνης που ανήκει στον Γιαν, κάθε πίνακα, κάθε βάζο. Τα αποδοµεί µε αυτοµατοποιηµένες τετράγωνες κινήσεις σαν µηχανή καταστροφής. Για µια στιγµή, µε τα χαρακτηριστικά της παραµορφωµένα από µίσος, µοιάζει µε αντίγραφο της γιαγιάς του Πάβελ, όπως ήταν χρόνια πριν.  Ίσως όχι µίσος⋅ ηχεί µεταφυσικά βάναυσο.  Ίσως απλώς αγανάκτηση και απογοήτευση µετά από τόσα χρόνια απιστιών του Γιαν. Ο πίνακας «Η γυναίκα-πουλί ΙΙΙ» την ερεθίζει περισσότερο από κάθε άλλο έργο λόγω της µείξης γυναικείου γυµνού και ξεπουπουλιασµένου πουλερικού. Το µάδηµα⋅ αυτό την ενοχλεί. Αυτός ο άξονας από γόνατα και φτερά. Στο µυαλό της µια χόβολη υψώνεται ήδη πάνω απ’ τα δύο κοµµατιασµένα σώµατα του πίνακα, της Κάντυ και της κότας. Αρχίζει να ξεσκίζει τον πίνακα αρχικά µε γυµνά χέρια, µετά µε πιο περίπλοκα, πιο εξειδικευµένα εργαλεία. Είναι σαν να γεννιούνται µόνα τους στα χέρια της: ψαλίδια, µαχαίρια, τσεκούρια, ηλεκτρικά πριόνια. Για µια στιγµή σαστίζει και αναρωτιέται: «Από πού κι ως πού έγινα η µητέρα όλων αυτών των πραγµάτων;». Συνεχίζει όµως απρόσκοπτη το έργο της – το κόκκινο βαλιτσάκι εργαλείων του Γιαν βρίσκεται ανάµεσα στα πόδια της σαν µεγάλη σταγόνα περιόδου. Όταν το τερµατίζει –«περατώνει» είναι η λέξη–, δεν καίει τα αποµεινάρια, δε χρειάζεται πια η χόβολη που είχε φανταστεί. Μαζεύει τα πράγµατά της και αφήνει για πάντα το διαµέρισµα. Παντού σαν µισοξεχασµένα ρούχα κείνται λωρίδες ξεσκισµένου δέρµατος, σαν να ’ναι αυτό εδώ το σκηνικό µιας οµαδικής ανθρωποκτονίας, ενός µαζικού ακρωτηριασµού. Λωρίδες δέρµατος από κάθε γυµνή γυναίκα-πίνακα της συλλογής του Γιαν, γυµνές εστεµµένες Αρτέµιδες µε κεφάλι ελαφιού, γυναίκες-γουρούνες µε φιδογυριστές ουρές να κυλιούνται πάνω σε ξεραµένη λάσπη. Και η Κάντυ. Το τέρας µε το µουλιασµένο –και πολυκαιρισµένο ωσάν ντοµάτα στον ήλιο– πρόσωπο, µε το αριστερό βυζί, µε την κοµµένη φέτα από στοµάχι, µε τα γόνατα και τα φτερά.

Ο Γιαν επιστρέφει στο διαµέρισµα. Αντικρίζει το χάος και αµέσως το αντιλαµβάνεται: «Με άφησε». Η σκέψη απλώνεται πάνω απ’ το κεφάλι του σαν αποκεφαλισµένος χαρταετός και µένει για λίγο εκεί. Αυτό ήθελε πάντοτε, βέβαια. «Αλλά τα ξεκοίλιασε όλα η πουτάνα, τόσα χρόνια, τόσα λεφτά σπαταληµένα. Πάει η συλλογή µου». Ο πνευστός ήχος που βγάζει συνταράζει για λίγο ένα πούπουλο πάνω στον καναπέ, αποµεινάρι της «Γυναίκας-πουλί ΙΙΙ». Το επόµενο πράγµα που σκέφτεται είναι: «Πρέπει να τα µαζέψω όλα αυτά τώρα».  Έχει όλη την ελευθερία του τώρα πια. Παίρνει τηλέφωνο την καινούρια του ερωµένη: «Έλα σπίτι, το πεδίο είναι ελεύθερο». Η καινούρια του ερωµένη δεν έχει έρθει ποτέ σπίτι του. Τώρα θα µπορεί να έρχεται συνέχεια. Του Γιαν του αρέσει πολύ η καινούρια ερωµένη του. Του θυµίζει κάποια απ’ τις γυναίκες στα έργα της συλλογής του. Τα αποθανόντα πλέον. Ο Γιαν συµµαζεύει νευρικά, τα χέρια του κινούνται σαν µάτια που τρεµοπαίζουν καθώς έχει πιαστεί κάτι µέσα τους. Κάτι ζωντανό. «Πώς να ξεφορτωθώ όλο αυτό το χάος;» σκέφτεται. Μερικά τα πετάει στα σκουπίδια, µερικά στην τουαλέτα, άλλα τεµάχια –θρυµµατισµένες φτέρνες και κέρατα ελαφιού– τα χώνει σε µια παλιά άδεια βαλίτσα.

Η καινούρια ερωµένη του Γιαν είναι τριάντα επτά ετών και τη λένε Κάντυ. Παραµένει όµορφη, µε ελάχιστες, σχεδόν αδιόρατες στο απαίδευτο µάτι, πτυχώσεις στο δέρµα του προσώπου της, σαν βιβλίο που έχει µείνει πολύ καιρό ανοιγµένο σε µια συγκεκριµένη σελίδα, σαν ράχη βιβλίου που έχει κυρτώσει ελαφρώς στον ήλιο. Η Κάντυ είναι πρώην µοντέλο, νυν κοσµική, party girl, ερωµένη πλουσίων. Ακόµα. Μπαίνει στο διαµέρισµα και πολύ γρήγορα το φόρεµα δραπετεύει από πάνω της και γλιστρά τεµπέλικα στο πάτωµα, παρακολουθώντας το σώµα της ιδιοκτήτριάς του να κάνει έρωτα.

Αργά το βράδυ η Κάντυ ξυπνάει. Ο Γιαν ροχαλίζει⋅ είναι η πρώτη µέρα της εργένικης ζωής του. Η Κάντυ σηκώνεται και πηγαίνει στην τουαλέτα. Κάθεται στη λεκάνη, ουρεί και συνειδητοποιεί ότι της έρχεται η περίοδος. «Τώρα βρήκε;» γκρινιάζει. ∆υο τρεις προδοτικές πιτσιλιές⋅ το αίµα αποδρά. Η Κάντυ σηκώνεται, σκουπίζεται και τραβάει το καζανάκι. Καθώς κοιτάζει στη λεκάνη, βλέπει µερικά πράγµατα να επιπλέουν στην επιφάνεια. ∆εν τα ρούφηξε αυτή η τεχνητή τρύπα, η συνδεδεµένη µε τον υπόκοσµο; Τα περισσότερα µοιάζουν µε... φτερά; ∆εν µπορεί να καταλάβει. Εντοπίζει όµως µια φωτογραφία –ή µάλλον ένα απόκοµµα φωτογραφίας–, ένα κοµµάτι που αφαιρέθηκε βίαια απ’ το προηγούµενο σύνολο στο οποίο ανήκε. Είναι ένα πρόσωπο, αλλά είναι µουλιασµένο στο νερό και µοιάζει παλιό, ταλαιπωρηµένο⋅ κάποτε ήταν χαρτί πολυτελείας, αλλά τώρα έχει ξεφτίσει και είναι και λίγο κολλώδες στις άκρες σαν να ήταν κάποτε αναρτηµένο κάπου, ίσως σε κάποιον πίνακα ανακοινώσεων, ίσως σ’ έναν πίνακα της αστυνοµίας ή σε µια αφίσα στο µετρό µε αγνοούµενα πρόσωπα, ίσως είναι µια καταζητούµενη –το περίγραµµα δίνει τη θολή, ασαφή εντύπωση θηλυκού ατόµου–, ή ίσως είναι η γυναίκα του Γιαν, αυτή που τον παράτησε, ή ίσως είναι απόκοµµα από περιοδικό, µια διάσηµη ηθοποιός ή τραγουδίστρια, ή ίσως ένα λήµµα από εγκυκλοπαίδεια, ή ίσως κάποιο παράξενο γραµµατόσηµο, ή µήπως...

Και τώρα ζουµ καθώς παρατηρούµε την Κάντυ. Κοιτάζει και ξανακοιτάζει τη φωτογραφία καθισµένη στη λεκάνη. Αναγνωρίζει το πρόσωπό της; ∆ε θα µάθουµε ποτέ µε βεβαιότητα. Τα µάτια της δεν προδίδουν τίποτα, σε αντίθεση µε τις πιτσιλιές απ’ το αίµα που ξεφεύγουν ανάµεσα απ’ τα πόδια της. Ο εικοσιδυάχρονος εαυτός της την κοιτάζει πίσω αυθάδικα λερωµένος, µουσκεµένος, ζαρωµένος. Η Κάντυ µελετάει τη φωτογραφία. Αναγνωρίζει τον εαυτό της; Όσο κι αν κάνει ζουµ αυτή η κάµερα, δε θα µάθουµε ποτέ. Την Κάντυ πάντως φαίνεται να τη συγκινεί η φωτογραφία. Φορτίζεται, τα πηδάλια γυρνάνε και πάλι στις φτέρνες και στους καρπούς της, µοιάζει πάλι έτοιµη για περιδίνηση σαν µπαλαρίνα, όπως τα χρόνια των πορνοπεριοδικών. Τεντώνει τα πόδια της αριστερά και δεξιά, στρογγυλοκάθεται στη λεκάνη, τινάζει χυδαία τους γοφούς, ανοίγει καλύτερα τα µπούτια της, προσφέροντας πλήρη οπτική πρόσβαση στους ανύπαρκτους θεατές. Οι ώµοι της στραβώνουν, το κεφάλι της γέρνει µπροστά, το κεκλιµένο πρόσωπό της παίρνει µια λάγνα, πρόστυχη έκφραση. Και µετά παίρνει τη φωτογραφία του νεανικού προσώπου της και αρχίζει να την τρίβει στο αιδοίο της, ανάµεσα στα χείλη, πάνω στην κλειτορίδα, ανάµεσα στα τοιχώµατα. Όσο η φωτογραφία την τρίβει και ερεθίζεται, τόσο πιο υγρή νιώθει εκεί κάτω. Και όσο πιο πολύ µουλιάζει η φωτογραφία, τόσο πιο πολύ ζαρώνει και συρρικνώνεται σαν έντοµο που καίγεται σε λάµπα. Μέχρι που να γίνει ένα τόσο δα µπαλάκι και να εξαφανιστεί µέσα της.

«Είµαι έτοιµη για το κοντινό µου».

 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Κωνσταντίνος Τζήκας, Κομμένα
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, 2016

Στο εξώφυλλο: Έργο της Ζέτας Τσέρμου

ISBN 978-960-504-149-6
Σελ. 112, Σχήμα: 12,2x20εκ.